Στις 3ης Νοεμβρίου 1912 απελευθερώθηκαν οριστικά τα Καϊλάρια από τον τουρκικό ζυγό και στις 7 Νοεμβρίου η Φλώρινα. Στο Ελληνικότατο Μοναστήρι δυστυχώς μπήκε πρώτος ο Σερβικός στρατός.
Στις 9 Νοεμβρίου ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηρίου Νικόλαος Μαυρουδής διόρισε Επίτροπο Καϊλαρίων τον Γεώργιο Μόδη, έναν ευπατρίδη δικηγόρο αυτής της πόλης.
“Επειδή καίγονται ακόμα τα τουρκικά χωριά και η πόλις τον Καϊλαρίων είναι κατεστραμμένη θα μείνεις στην αρχή στο Εμπόριο.”
Είχε εγκατασταθεί προηγουμένως στο Εμπόριο ο ενωμοτάρχης Παγκούτσος με τέσσερις χωροφύλακες. Εγκαταστάθηκαν παντού αστυνομικοί σταθμοί και μπήκε κάποια τάξη στην αναρχία και το χάος. Συνεχιζόταν όμως η διαρπαγή εις βάρος των Τούρκων. Οι ραγιάδες ήθελαν να εκδικηθούν για τα μαρτύρια πέντε αιώνων σκλαβιάς.
Υπήρχαν πολλές ελλείψεις στην διοίκηση τις οποίες οι παλιοί μόνιμοι υπάλληλοι που διορίστηκαν στα Καϊλάρια προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν με φιλοτιμία και εντιμότητα. Γ. Μόδη “Αναμνήσεις”.
Οι ελλείψεις αυτές ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση φαίνονται από από “Μισθωτήριο Υδρομύλου”, απόσπασμα του οποίου παραθέτω: <<Σήμερον την δεκάτην έκτην του μηνός Οκτωβρίου του έτος 1913, ημέραν Τετάρτην… ενώποιον εμού του Συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδικούντος Γραμματέως της κοινότητος Καϊλαρίων Θεοδώρου Σταυροπούλου κατοικοεδρεύοντος ως εκ τις υπηρεσίες μου ενταύθα αναπληρούντος τον μη υπάρχοντα Ειρηνοδίκην… ενεφανίσθησαν οι γνωστοί μου μη εξαιρετέοι, αφ’ ενός Κιαζίμ Ριζού Μπαμπά ηγούμενος του Μοναστηρίου Τζουμά, κάτοικος Τζουμά, αφ’ ετέρου ο Νικόλαος Καραστογιάννης γεωργοκτηματίας κάτοικος Κομάνου της περιφέρειας Καϊλαρίων… >>.
Τον Οκτώβριο του 1914, δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση το “Μισθωτήριον Υδρομύλου” ανανεώθηκε από τον συμβολαιογράφο Καϊλαρίων Αχιλλέα Χατζηνίκο. Αρχίμ. Νικηφόρου Μανάδη “ΕΟΡΔΑΙΑ ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ” και “ΑΙΩΝΟΒΙΟΣ ΡΙΖΑ ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΟΣ”.
Ήρθαν και άλλες αρχές, Οικονομικός Έφορος, Ταμίας, Ειρηνοδίκης και ειδικός Πταισματοδίκης. Υπήρξαν όμως και πολλοί από τους νεοδιορισμένους υπαλλήλους οι οποίοι φαντάστηκαν ότι κύρια απασχόληση τους στις “Νέες Χώρες” είχαν να κερδοσκοπήσουν. Αυτοί αντιμετωπίστηκαν καταλλήλως.
Υπήρχε όμως και σύγχυση αρμοδιοτήτων. Η επαρχία Καϊλαρίων υπαγόταν διοικητικά στην Κοζάνη, δικαστικά στη Φλώρινα και μερικοί Αστυνομικοί Σταθμοί στην Καστοριά. Ένα χωριό ήταν πολλές φορές σε διαφορετικές δικαιοδοσίες.
Δυστυχώς η σύγχυση αρμοδιοτήτων συνεχίζεται ως τις ημέρες μας, μετά από ένα και πλέον αιώνα ελευθέρου βίου και μάλιστα μεθοδευμένη, ιδιοτελής και δόλια.
Το 1914 κηρύχθηκε ο Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας (Αντάντ) και των συμμάχων τους, Σερβίας, Ιταλίας, Ελλάδος και άλλων, κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών της Ευρώπης, Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας.
Τον ίδιο χρόνο 1914 εγκαταστάθηκαν στα Καϊλάρια ελληνικές οικογένειες από την Ανατολική Θράκη από τον Πόντο και από την επαρχία του Καρς.
Ο εποικισμός τους εγκατέστησε σε σπίτια Τούρκων που είχαν φύγει με τις οικογένειες τους στην Τουρκία και τους έδωσε να καλλιεργούν τα χωράφια τους.
Στα Καϊλάρια, μια αποκλειστικά τουρκική πόλη, δεν υπήρχε Χριστιανικός ναός και οι χριστιανοί της, πρόσφυγες και γηγενείς για την τέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, μετέτρεψαν ένα κατεστραμμένο τζαμί σε Χριστιανικό ναό. Βρισκόταν στην ίδια θέση που βρίσκεται σήμερα ο ναός της Αγίας Τριάδος. Απέναντι υπήρχε το μετέπειτα εμβληματικό για την Πτολεμαΐδα Χάνι του Σόλιου.
Το 1914 κόπηκε αυθαίρετα το δάσος Κουρί και με τα χρόνια σταμάτησε να τρέχει νερό από τις πηγές του, όπως σταμάτησε και από τη βρύση του Τζεμάλ μπέη.
Το 1916 στο αποψιλωμένο Κουρί στρατοπέδευσε Γαλλικό Σύνταγμα οι αξιωματικοί του οποίου είχαν και την αστυνομική εποπτεία των Καϊλαρίων.
Τον ίδιο χρόνο, 1916 με προτροπή του Ελευθερίου Βενιζέλου ήρθαν και εγκαταστάθηκαν με τις οικογένειες τους στα Καϊλάρια ο κουμπάρος του Μανώλης Πατρικάκης και άλλες είκοσι οικογένειες από την Χαλέπα Χανίων, Μαυρικάκηδες, Μιχελάκηδες και άλλοι.
Το 1917 στη νότια είσοδο της πόλης σε χώρο που καταλάμβανε το τουρκικό σύνταγμα ιππικού, ιδρύθηκε το Αγροκήπιο Πτολεμαΐδος, ένα κέντρο Γεωργικής Έρευνας και Σποροπαραγωγής, υπεύθυνο για τη Δυτική Μακεδονία και το νομό Πέλλας. Οι γεωπόνοι του Αγροκηπίου παράλληλα με τις πειραματικές καλλιέργειες ενημέρωναν και κατηύθυναν τους γεωργούς της πόλης και της επαρχίας στη καπνοκαλλιέργεια, στη σηροτροφία και σε άλλα είδη καλλιεργειών.
Απέναντι από το αγροκήπιο είχε περιφραχτεί χώρος για τα Χριστιανικά Κοιμητήρια της πόλης.
Τον Οκτώβριο του 1917 με την επικράτηση στη Ρωσία της Επανάστασης των Μπολσεβίκων, η κυβέρνηση τους σταμάτησε τον πόλεμο και υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία και Αυστροουγγαρία στην πόλη, Μπρεστ-Λιτόφσκ της Λευκορωσίας με βαρύτατους όρους εις βάρος της. Με τη συνθήκη αυτή στην Τουρκία δόθηκαν οι επαρχίες του Καρς και Αρδαχάν στις οποίες το 1881 με πρόταση της Ρωσικής κυβέρνησης είχαν εγκατασταθεί 75,000 πόντιοι της επαρχίας Χαλδίας (Αργυρούπολης). Για το θέμα αυτό θα αναφερθώ λεπτομερώς στη συνέχεια.
Με την υπογραφή της συνθήκης ο τουρκικός στρατός εισέβαλε χωρίς αντίσταση στο Καρς Αρδαχάν και άρχισε να λεηλατεί τα χωριά των ποντίων. Οι κάτοικοι τους για να αποφύγουν την μανία των Τούρκων παράτησαν τα σπίτια και τα νοικοκυριά τους, πήραν τις οικογένειες τους και ότι μπορούσε να μεταφερθεί με κάρο και μπήκαν στο εσωτερικό της επαναστατημένης Ρωσίας. Μετά από πολλές στερήσεις, αρρώστιες και ανθρώπινες απώλειες, ιδίως μικρών παιδιών, έφθασαν στα λιμάνια του Νοβοροσίσκι και Βατούμ, με σκοπό να έρθουν στην Ελλάδα.
Βλέποντας την τραγική τους κατάσταση ο Ελευθέριος Βενιζέλος έστειλε στο Νοβοροσίσκι και το Βατούμ επιτροπή, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης και πλοία να μεριμνήσουν για την επάνοδο τους στην Ελλάδα.
Το 1919 σαράντα χιλιάδες (40,000) Πόντιοι του Καρς ήρθαν στην Ελλάδα. Τα πλοία τους αποβίβαζαν στα λιμάνια της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης και από εκεί εγκαταστάθηκαν σε όλη την Μακεδονία.
Πολλοί μεταξύ των οποίων και η πατρική μου οικογένεια, αφού διέσχισαν την Ανατολική και Κεντρική Μακεδονία εγκαταστάθηκαν τελικά στα Καϊλάρια. Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ), κάποιες οικογένειες τις εγκατέστησε σε σπίτια Τούρκων που είχαν φύγει στη Τουρκία και άλλες προσωρινά, μέχρι να γίνουν οι νέοι συνοικισμοί της πόλης σε σπίτια με οικογένειες Τούρκων στο λεγόμενο Γενί Μαχαλά. Βρισκόταν στο τέρμα των Άνω Καϊλαρίων, μετά τη σημερινή Τεχνική Σχολή. Για την οριστική τους εγκατάσταση η Τεχνική Επιτροπή του Εποικισμού δημιούργησε τρεις νέους συνοικισμούς με μεγάλα γεωργικά οικόπεδα (έως 1000 τ.μ.) και καλή ρυμοτομία, στη περιοχή Κέψε (εύφορη γη), στην οποία χτίστηκε αργότερα το υδραγωγείο, στη περιοχή που μεταφέρθηκε αργότερα η δημοτική αγορά και στη περιοχή που χτίστηκε αργότερα το 2ο Δημοτικό σχολείο.
Στη συνέχεια κάλεσε τους πρόσφυγες να διαλέξουν οικόπεδο και να χτίσουν τα σπίτια τους. Οι πρόσφυγες αυτοί ήταν Πόντιοι του Καρς οι οποίοι επέλεξαν οικόπεδο ανάλογα με τις συγγένειες τους και τα χωριά προέλευσης τους. Εκεί έχτισαν μικρά πλινθόκτιστα σπίτια με ένα, δύο ή τρία δωμάτια, χώρο υποδοχής και μικρή κουζίνα, ανάλογα με την προτίμηση και τις δυνατότητες της κάθε οικογένειας. Σπίτια με ανατολικό προσανατολισμό, ζεστά το χειμώνα και δροσερά το καλοκαίρι, σε απόσταση 15 μέτρων από τον κεντρικό δρόμο. Μπροστά είχαν κήπο με πολλά δέντρα και στην πίσω πλευρά τη γεωργική τους εγκατάσταση. Για πολλά χρόνια φαινόταν οι τραυματισμένες τοποθεσίες από τις οποίες πάρθηκε το χώμα για να γίνουν οι ωμόπλινθοι. Για τον νέο συνοικισμό ήταν η έκταση απέναντι από το Υδραγωγείο η οποία ήταν χαρακτηρισμένη ως πάρκο και για το συνοικισμό της αγοράς, το οικοδομικό τετράγωνο που περιλαμβάνεται μεταξύ των σημερινών οδών Καπετάν Φούφα, Εθνικής Αντίστασης, Ομήρου και Δημοκρατίας. Στις τοποθεσίες αυτές, για δεκαετίες ήταν φανερά τα σημάδια από το σκάψιμο μέχρι που η πρώτη σπάρθηκε με γκαζόν και η δεύτερη έγινε οικόπεδα και οικοδομήθηκε. Σε λίγα χρόνια τα ταπεινά σπίτια με τους ωμόπλινθους και οι γειτονιές με τους χωμάτινους δρόμους και τις αλάνες γέμισαν χαρούμενες παιδικές φωνές.
Τη δεκαετία αυτή, οι Τούρκοι προσποιούνταν τους νομοταγείς πολίτες, αλλά δεν έπαψαν να εκτελούν εντολές της Τουρκίας, όπως να μεταναστεύσουν ομαδικά στη Σμύρνη, να μην πωλούν στους Έλληνες σιτάρι, να μην ψηφίσουν στις βουλευτικές εκλογές το 1920 τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Κατά την προεκλογική εκείνη περίοδο, όλοι οι μπέηδες των Καϊλαρίων εκτός από έναν διέδιδαν ότι θα ψηφίσουν τον Βενιζέλο και τελικά τον καταψήφισαν. Όταν έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα των εκλογών και έμαθαν ότι έχασε ο Βενιζέλος βγήκαν όλοι μαζί στους δρόμους με ζουρνάδες και νταούλια και πανηγύρισαν την ήττα του. Η πληροφορία από τον Θρακιώτη, Ανδρέα Τακουλίδη.
Ο Τζεμάλ μπέης λόγω των κακουργημάτων που διέπραξε εις βάρος των Ελλήνων εδιώκετο ποινικά από την Ελληνική κυβέρνηση. Επέστρεψε στα Καϊλάρια και αυτοκτόνησε μέσα σε τζαμί που βρισκόταν απέναντι από τον οικογενειακό τους τάφο.
Πτολεμαΐδα 12-03-2022