ήταν μια φορά κι έναν καιρό η ροδιά.
σ’ ένα νησί του Αιγαίου.
απέναντι απ’ τα μαβιά βουνά.
τα μπουγάζια της Ανατολής.
λικνιζόταν μες στο μελτέμι.
ήταν ένα κορίτσι.
μεγάλωσε το κορίτσι.
κι ήρθε έπειτα το παλληκάρι με το κίτρινο μαντήλι στο λαιμό.
από απέναντι.
κι ανταριαστήκαν.
έπεσε ομίχλη. χάθηκαν.
τότε εκείνη ξεκίνησε να τον βρει. γιατί ήταν κατά βάθος κόρη της ροδιάς
και το’ λεγε η καρδιά της.
ήρθαν κοντά της γλαράκια και τ’ άγρια του δάσους κι ό,τι φοβόταν.
ήρθαν κοντά της και τη συντροφέψαν.
κι αυτή τη φορά, σ’ αυτό το ταξίδι, ήρθαν κοντά της παιδιά.
πολλά παιδιά.
χαριτωμένες ψυχές.
ήρθαν ο Χριστόδουλος και ο Γιώργος, η Αλίκη, η Ράνια, η Αφροδίτη,
ήρθε η Μαίρη, η Μαρούλα, η Μαρία, η Ελένη,
ήρθαν η Κωνσταντίνα, ο Λεωνίδας, η Μαριάνθη,
η Σοφία, η Χριστίνα, η Αναστασία.
ήρθαν κι άλλοι, απόμακρα, μαζί με τις γυναίκες τις βρύσης,
η κυρία Βίκυ, η κυρία Δώρα, η Όλγα, η Σταυρούλα
ήρθε η κυρία Ιωάννα, η Ελένη, η Μάγδα, η Νίκη.
ήρθε ο κύριος Νίκος και μετέφρασε όλο τον καημό σε μέλος,
χαρμολύπης άκουσμα
με ήχους πνευστούς και των χορδών τους δρόμους.
και τέλος-τέλος ήρθε ο Γιάννης και μας πήρε όλους στο κατόπι
κι έδεσε το παραμύθι.
το κουβάρι ξετυλίχτηκε και πάλι.
τέσσερα χρόνια μετά την αναχώρηση της Φωτεινής Φραγκούλη
-έξι χρόνια μετά την τελευταία παρουσία της εδώ στην Πτολεμαΐδα
με την “Ελιά στο πέλαγος”-
ήρθε και πάλι ο λόγος της να παρηγορήσει τα δύσκολα,
τα απαρηγόρητα.
ήρθε και πάλι το παραμύθι.