Πριν από λίγο καιρό κάτοικος της Θεσσαλονίκης κατέβηκε για εργασία στην Αθήνα. Για τη μετακίνησή του, μετά την άφιξη, εισήλθε σε ταξί. Ο ταξιτζής με διάθεση για συνομιλία δεν άργησε να του απευθύνει τον λόγο:
- Από πού είστε, κύριε.
- Από τη Θεσσαλονίκη.
- Α, Μακεδόνας λοιπόν. Εγώ Αθηναίος.
- Α, όχι Μακεδόνας, πρόσφυγας.
- Από πού; Από το Αφγανιστάν, το Ιράκ ή τη Συρία.
- Δεν με κατάλαβες. Εννοώ πρόσφυγας, επειδή οι πρόγονοί μου ήλθαν στη Θεσσαλονίκη από αλλού.
- Από πού;
- Από τον Καύκασο, πέρα από τον Πόντο.
- Για σταθείτε, Κύριε. Είστε Γεωργιανός, Αζέρος ή Τσετσένος.
Ο επιβάτης δίστασε να απαντήσει, καθώς βρέθηκε σε αμηχανία.
- Όχι, απάντησε τελικά.
- Ε, τότε τι είσαι.
- Μακεδόνας.
- Εν τάξει αυτό το είπαμε, αλλά σε ποια εθνότητα ανήκετε; Βρέ, μήπως είστε Βούλγαρος και ντρέπεστε να το πειτε; Εμείς οι Ολυμπιακάκηδες στο γήπεδο φωνάζουμε τους Παοκτζήδες Βούλγαρους. Ή μήπως είστε Εβραίος απ’ αυτούς που διασώθηκαν από τους εγκληματίες ναζιστές; Μη ντρέπεστε να δηλώνετε την εθνικότητά σας. Δεν είναι ντροπή να ανήκετε σ’ οποιαδήποτε.
Ο επιβάτης βρέθηκε πάλι σε αμηχανία. Η σιωπή που μεσολάβησε πριν από την απάντηση ήταν μεγαλύτερη τώρα.
- Σας είπα, Μακεδόνας.
Ο οδηγός του ταξί έχασε την ψυχραιμία του.
- Το κατάλαβα, κύριε, αυτό, αν και τέλειωσα μόλις το Δημοτικό σχολείο. Αλλά με τα λίγα που γνωρίζω απ’ την ιστορία, η Μακεδονία είναι όπως η πατρίδα των γονιών μου, η Πελοπόννησος, ή η πατρίδα της γυναίκας μου η Ήπειρος. Στην Ήπειρο κατοικούσαν πριν από τον πόλεμο και κάποιοι Αλβανοί, οι Τσάμηδες, που έσφαξαν τον παππού της γυναίκας μου. Όταν τους ρωτούσες τί είσαι, έλεγαν Αλβανοί, δεν έλεγαν Ηπειρώτες.
Αυτή τη φορά μεσολάβησε μεγαλύτερο διάστημα σιωπής, που την έλυσε ο ταξιτζής.
- Α, κατάλαβα, κύριε. Είστε από εκείνους τους χωρίς ταυτότητα, στους οποίους έδωσε κάποια πλαστή ο Τίτο και την επικύρωσαν οι ισχυροί «φίλοι», «σύμμαχοι» και «εταίροι» μας.
Είχαν φθάσει στον προορισμό τους. Το ταξί στάθμευσε.
- Αλήθεια, με τί ασχολείστε κύριε; Ρώτησε ο ταξιτζής.
- Είμαι καθηγητής της ιστορίας.
Ο ταξιτζής έμεινε αποσβολωμένος!
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»