Υπάρχει ένα ενδιαφέρον φαινόμενο που παρατηρείται στις δυτικές Δημοκρατίες τα τελευταία χρόνια: η λεγόμενη εξωσυστημική ψήφος. Ως πτυχές αυτού του φαινομένου έχουν χαρακτηριστεί απρόσμενα εκλογικά αποτελέσματα με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Πιο προβεβλημένες περιπτώσεις ήταν η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις Αμερικανικές Προεδρικές Εκλογές και το δημοψήφισμα που οδήγησε στο Brexit.
Κοινός παρονομαστής σχεδόν σε όλα αυτά τα μη αναμενόμενα αποτελέσματα είναι μια ομάδα ψηφοφόρων που αισθάνονται απομονωμένοι ή αδικημένοι από την παγκοσμιοποίηση και είτε συμμετέχουν μαζικότερα του αναμενομένου είτε αλλάζουν εκλογική συμπεριφορά, όπως συνέβη με τους λευκούς ψηφοφόρους των Μεσοδυτικών Πολιτειών που έδωσαν την εκλογή στον Ντόναλντ Τραμπ. Αυτοί οι ψηφοφόροι με την αντισυστημική ψήφο τους ήρθαν να προστεθούν σε ένα σύνολο, με αποτέλεσμα την αλλαγή των συσχετισμών. Κάπως έτσι λειτούργησε άλλωστε και ο Μακρόν στη Γαλλία εμφανιζόμενος ως εξωσυστημικός και κατόρθωσε πλην των Σοσιαλιστών να προσελκύσει κεντροδεξιές ψήφους για να περάσει στον β’ γύρο.
Στα ελληνικά πολιτικά πράγματα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος τοποθετήθηκε απέναντι στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Αυτή η στάση εκδηλώθηκε είτε με εξωσυστημικές επιλογές για όλα τα γούστα (ΣΥΡΙΖΑ, ΧΑ, Ποτάμι, ΑΝΕΛ, Ένωση Κεντρώων κ.α.) είτε με την εκτόξευση της αποχής. Τα δύο κόμματα που είχαν κυριαρχήσει στην πολιτική ζωή από το 1974 ως το 2012, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία ήταν οι μεγάλοι χαμένοι αυτής της εξέλιξης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να κυριαρχήσει στην πλατεία των αγανακτισμένων και να πάρει τη μερίδα του λέοντος της εξωσυστημικής ψήφου σε πρώτη φάση, δηλαδή τους ψηφοφόρους εκείνους που ήθελαν την ανατροπή ενός πολιτικού συστήματος, που φαινόταν να εξαρτάται από ισχυρή διαπλοκή και συντεχνίες. Το ενδιαφέρον είναι, ότι κατόρθωσε σε δεύτερη φάση μέχρι το 2015 να εκφράσει και στρώματα που ανθίσταντο σοβαρά σε κάθε αλλαγή και μεταρρύθμιση.
Μετά από τρία χρόνια διακυβέρνησης οι δύο κυβερνητικοί εταίροι φαίνεται να έχουν χάσει μεγάλο μέρος της εξωσυστημικής ψήφου. Οι έρευνες κοινής γνώμης εμφανίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ να υπολείπεται με διψήφια διαφορά έναντι της Νέας Δημοκρατίας, από τότε που στην ηγεσία της βρίσκεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώ οι ΑΝΕΛ δεν φαίνεται να ξεπερνούν το 3% που απαιτείται για την είσοδο τους στη Βουλή.
Μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος που ψήφισε τα δύο κόμματα επιζητώντας την ανατροπή του πολιτικού συστήματος φαίνεται να τα εγκαταλείπει, ενώ ένα μέρος μόνο εξ αυτών κατευθυνόταν προς τη Νέα Δημοκρατία ή το υπό ίδρυση Κίνημα Αλλαγής. Αυτή η κατάσταση φαινόταν να παγιώνεται μέχρι την ανακίνηση του Σκοπιανού.
Ήταν ο χειρισμός αυτού του ζητήματος από πλευράς της Κυβέρνησης, που αποτέλεσε εφαλτήριο για την ενεργοποίηση πολιτών, οι οποίοι έδειχναν να παρακολουθούν αποστασιοποιημένοι τις πολιτικές εξελίξεις. Γι’ αυτό και μετά το δεύτερο συλλαλητήριο κτύπησε ως καμπανάκι για το κυβερνητικό επιτελείο. Επανασύνδεση της Νέας Δημοκρατίας με αυτό το κοινό θα σήμαινε αυτοδυναμία του Κυριάκου Μητσοτάκη στις επόμενες εκλογές, ενώ πιθανόν να έθετε σε κίνδυνο ακόμη και τη δεύτερη θέση του ΣΥΡΙΖΑ, όσο το Κίνημα Αλλαγής επίσης αποκαθιστούσε την επαφή με παραδοσιακούς ψηφοφόρους του.
Η μοναδική επιλογή για το Μαξίμου ήταν μια κίνηση που όχι μόνο θα αποπροσανατόλιζε από το Σκοπιανό και το σκάνδαλο της πώλησης όπλων, αλλά η οποία ταυτόχρονα θα επαναπροσέγγιζε την εξωσυστημική ψήφο. Και αφού δεν μπορούσαν να μοιράσουν άρτο, πέραν κάποιων δεκάδων χιλιάδων μετακλητών και φίλων, επέλεξαν να μετατρέψουν την πολιτική ζωή σε Κολοσσαίο.
Με ένα σκάνδαλο που συμπεριλαμβάνει πολυεθνική εταιρεία, οικονομική ελίτ, μη εκλεγμένο Πρωθυπουργό, Διοικητή Τράπεζας της Ελλάδας και προβεβλημένα στελέχη της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή το ιδανικό σενάριο για έναν εξωσυστημικό ψηφοφόρο. Novartis και θεάματα.
* Ο κ. Δημήτρης Σ. Παπαγγελόπουλος είναι Σύμβουλος Στρατηγικής & Επικοινωνίας και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας.
Μπορείτε να τον ακολουθήσετε στο twitter: @dpapangel