Είναι μια από τις πέντε ιστορικές επαρχίες της Δυτικής Μακεδονίας, Λυγκηστίς (Φλώρινα), Ορεστίς (Καστοριά), Ελίμια (Κοζάνη), Τυμφαία (Γρεβενά) και Εορδαία (Πτολεμαΐδα), η σημαντικότερη όλων για την θέση, την ιστορία, τον πλούτο και την προσφορά της στην Ελλάδα και η μόνη από τις επαρχίες αυτές η οποία δεν αποτελεί ξεχωριστό Νομό.
Βρίσκεται στο κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας και περιβάλλεται από τις οροσειρές του Βερμίου, Ασκίου, Μουρικίου, Βέρνου και Βόρα.
Τα σύνορά της με τους γειτονικούς νομούς είναι απολύτως σαφή. Καθορίζονται από την κορυφογραμμή (υδροκρίτη) των οροσειρών που την περιβάλλουν, τουτέστιν από την κατεύθυνση των νερών της βροχής σε κάθε πλευρά των οροσειρών αυτών.
Τα νερά της βροχής στους νομούς Καστοριάς, Γρεβενών, Κοζάνης, Ημαθείας και Πέλλας με μικρότερα ποτάμια και τελικό αποδέκτη τον Αλιάκμονα καταλήγουν στη θάλασσα (Θερμαϊκό). Το ίδιο και τα νερά της βροχής του νομού Φλώρινας με τον Εριγώνα και τελικό αποδέκτη τον Αξιό ποταμό καταλήγουν ομοίως στη θάλασσα.
Αντίθετα, τα νερά της Εορδαίας μη έχοντας διέξοδο προς τη θάλασσα σχηματίζουν λίμνες, τις οποίες δολίως οικειοποιούνται οι γειτονικοί νομοί.
Η Εορδαία είναι ένα πανέμορφο λεκανοπέδιο με εύφορους κάμπους, καταπράσινες βουνοπλαγιές, πολλά μικρά ποτάμια, άφθονα υπόγεια και επιφανειακά νερά και πέντε λίμνες: Βεγορίτιδα, Πετρών, Χειμαδίτιδα, Ζάζαρη και Κίτρινη Λίμνη (Σαρή Γκιόλ), η οποία αποξηράνθηκε το 1952.
Στον Χάρτη της Δυτικής Μακεδονίας που παρατίθεται φαίνεται καθαρά η ιστορική επαρχία Εορδαίας και τα πραγματικά σύνορά της με τους γειτονικούς Νομούς.
Το όνομα της Εορδαίας αποδίδεται στην αρχαία θεότητα της ευφορίας Εόρδα. Κατ΄ άλλους οφείλεται στα πολλά ρόδα (τριαντάφυλλα), τα οποία φυτρώνουν στους κάμπους και τα βουνά της, από τα οποία πήρε το όνομά του και το χωριό της Εορδαίας Ροδώνας.
Ο κάμπος της προς Βοράν περιλαμβάνει τους δήμους Αμυνταίου και Άρνισσας με τις τέσσερις λίμνες της και προς Νότο τους Καποδιστριακούς δήμους Υψηλάντη και Ελλησπόντου με συνοριακά τα χωριά Κοίλα, Δρέπανο και Πολύμυλο.
Στο κέντρο του λεκανοπεδίου βρίσκεται η πρωτεύουσά της Πτολεμαΐδα και σε απόσταση πέντε έως τριάντα το πολύ χιλιομέτρων γύρω από αυτήν οι ενενήντα οκτώ (98) κωμοπόλεις και τα χωριά της Εορδαίας, απλωμένα στον κάμπο ή σκαρφαλωμένα στις πλαγιές των γύρω οροσειρών.
Πριν από δυο εκατομμύρια χρόνια η Εορδαία, η Θεσσαλία, η Βοιωτία, η Μεγαλόπολη και άλλες περιοχές της Ελλάδος ήταν μεγάλες λίμνες με γλυκό νερό και πυκνή βλάστηση, στις οποίες έζησαν πολλά άγρια ζώα, ελέφαντες, ρινόκεροι, ιπποπόταμοι, μαμούθ και άλλα, ανάλογα με τη βλάστηση και με το αν ήταν θερμή ή παγετώδης η περίοδος που επικρατούσε στη Γη.
Με την πάροδο χιλιετιών οι μεγάλες αυτές λίμνες καταπλακώθηκαν από όγκους αργιλικών χωμάτων.
Από την πυκνή βλάστηση δημιουργήθηκαν στο υπέδαφός τους οι λιγνίτες και ανάμεσά τους βρέθηκαν απολιθωμένοι οι σκελετοί των άγριων ζώων.
Στην Θεσσαλία, Βοιωτία και Μεγαλόπολη τα νερά των λιμνών με τα ποτάμια της κάθε περιοχής, όπως ο Πηνειός, Σπερχειός και Αλφειός, βρήκαν διέξοδο στη θάλασσα.
Στην Εορδαία όπου δεν υπάρχει ανάλογη διέξοδος στη θάλασσα τα νερά της μεγάλης λίμνης σχημάτισαν μικρότερες λίμνες, όπως η Βεγορίτιδα, Πετρών, Χειμαδίτιδα, Ζάζαρη και Κίτρινη Λίμνη.
Και ενώ αυτά ίσχυαν επί εκατομμύρια και χιλιάδες χρόνια στην Εορδαία, τον τελευταίο αιώνα, μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον τουρκικό ζυγό, η δολιότητα γειτονικών δήμων και η βουλιμία Αρχιερέων, διαμέλισε Διοικητικά και Εκκλησιαστικά την Εορδαία, άρπαξε εδάφη και κοινότητες και οικειοποιήθηκε τις λίμνες της.
Ιδιαίτερα η Βεγορίτιδα μοιράστηκε σε τρεις νομούς, Φλώρινας, Πέλλας και Κοζάνης και σε δυο Περιφέρειες, Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας.
Όσο για την πρωτεύουσά της Πτολεμαΐδα μοιράστηκε Διοικητικά στην Κοζάνη και Εκκλησιαστικά στη Φλώρινα.
Οι σωστικές ανασκαφές των τελευταίων ετών στα εδάφη της έφεραν στο φως αρχαιολογικούς θησαυρούς οκτώμιση χιλιάδων και νεώτερων χρόνων, οι οποίοι αναδεικνύουν την ταυτότητα της Εορδαίας, την ιστορική της διαδρομή δια μέσου χιλιετιών και την αδιάλειπτη πολιτισμική συνέχεια του Ελληνισμού.
Τους σπάνιους αυτούς αρχαιολογικούς θησαυρούς κατέστρεφε επί εξήντα χρόνια η ΔΕΗ, κατά την εξόρυξη του λιγνίτη.
Πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια η Εορδαία και οι άλλες επαρχίες της Δυτικής Μακεδονίας αποτελούσαν ανεξάρτητα κράτη ή βασίλεια, κατά κώμας, εχθρικώς διακείμενα μεταξύ τους, όπως αναφέρουν γραπτές πηγές και μαρτυρούν τα ερείπια αρχαίων φρουρίων κατά μήκος των συνόρων τους.
Παράδειγμα τα ερείπια αρχαίου φρουρίου στο χωριό Δρέπανο Εορδαίας και αντίστοιχου αρχαίου φρουρίου της γειτονικής επαρχίας Ελίμιας απέναντι από αυτό, στον σημερινό Άγιο Ελευθέριο Κοζάνης.
Το ίδιο και με τα ερείπια αρχαίου φρουρίου στο χωριό Πολύμυλος Εορδαίας και αντίστοιχου στο χωριό Γεωργιανοί Ημαθίας, όπως και σε όλα τα χωριά κατά μήκος των συνόρων της με τα γειτονικά κράτη.
Σημαντικές κώμες της αρχαίας Εορδαίας ήταν η Εορδαία, η Άρνισσα, η Βεγόρα και η Κέλη.
Από την Εορδαία ξεκίνησε το 650 π.Χ., σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η δημιουργία του Μακεδονικού Κράτους, από τους επίγονους του Ηρακλή και παιδιά του γιού του Τήμενου, οι οποίοι διωγμένοι από το Άργος της Πελοποννήσου ήρθαν στη Μακεδονία, Ηρακλειδείς, Τημενίδες και Αργεάδες αποκαλούμενοι.
Στο Μακεδονικό Κράτος αναφέρεται και ο ΕΥΡΥΠΙΔΗΣ στην τραγωδία του Αρχέλαος αφιερωμένη στο Βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο ο οποίος τον είχε φιλοξενήσει, όπως και ο Θουκιδίδης και άλλοι αρχαίοι και νεώτεροι ιστορικοί.
Ξεκινώντας από την Εορδαία, η οποία ήταν κράτος της Άνω Μακεδονίας, το Μακεδονικό Κράτος περιέλαβε τα κράτη της Κάτω Μακεδονίας, Ημαθία, Βοτιαία, Πέλλα, Πιερία, Μυγδονία και έκανε πρωτεύουσά του τις Αιγές.
Μετά από δυο αιώνες, επί Αλεξάνδρου Α΄ στο Μακεδονικό Κράτος περιήλθαν και τα άλλα κράτη της Άνω Μακεδονίας Ελιμία, Ορεστίδα, Λυγκηστίδα, όπως και κράτη της Ανατολικής Μακεδονίας και η πρωτεύουσά του μεταφέρθηκε στην Πέλλα.
Το Μακεδονικό Κράτος πήρε την οριστική του μορφή επί Βασιλέως Φιλίππου Β΄ και του γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η Εορδαία υπήρξε η πιστότερη σύμμαχος του Μακεδονικού Κράτους. Τους πρώτους αιώνες της δημιουργίας του τα βόρια, δυτικά και νότια σύνορα της αποτελούσαν και τα σύνορα του νεοσύστατου Μακεδονικού Κράτους. Από τα εδάφη της περνούσαν οι Μακεδονικοί Βασιλικοί δρόμοι που οδηγούσαν στην Πέλλα, τη Θεσσαλονίκη, την Ήπειρο και τη Νότιο Ελλάδα.
Οι δρόμοι αυτοί, κατά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδος, απετέλεσαν τμήματα της Εγνατίας οδού η οποία ένωνε τη Ρώμη με την Κωνσταντινούπολη.
Στρατιώτες της Εορδαίας φύλατταν τα σύνορα του Μακεδονικού Κράτους με την Ηλυρία, όπου ίδρυσαν χωριά και διέδωσαν την καλλιέργεια των τριαντάφυλλων. Για το λόγο αυτό ο ποταμός που περνούσε από τα χωριά αυτά ονομάστηκε Εορδαϊκός και πολύ αργότερα μετονομάστηκε Διβόλης.
Στον Εορδαϊκό ποταμό, ο Αλέξανδρος, πριν ξεκινήσει την Πανελλήνια Εκστρατεία, έδωσε νικηφόρα μάχη κατά των κατοίκων της πόλης Πήλιο οι οποίοιι στασίασαν.
Σημαντικότερο τέκνο της Εορδαίας υπήρξε ο Πτολεμαίος Α΄ ή Σωτήρ, γιός του ηγεμόνα της Λάγου, Στρατηγός, Σωματοφύλακας και φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο Πτολεμαίος ήταν ο συγγραφέας της Πανελλήνιας Εκστρατείας κατά των Περσών, για την απελευθέρωση των Ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Στην περιγραφή των γεγονότων τα οποία περιλαμβανόταν στο βιβλίο του Πτολεμαίου, βασίστηκαν όλοι οι μετέπειτα συγγραφείς της Πανελλήνιας εκστρατείας, όπως ο Αρριανός και άλλοι.
Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Πτολεμαίος έγινε Βασιλιάς της Αιγύπτου και υπήρξε ο γενάρχης της Δυναστείας των Πτολεμαίων Λαγιδών, μέχρι την τελευταία Βασίλισσά τους Κλεοπάτρα.
Κατά τη διάρκεια της Πανελλήνιας Εκστρατείας, ο γιός του από τον πρώτο του γάμο με την Ευρυδίκη, Πτολεμαίος Κεραυνός, έγινε Βασιλιάς της Μακεδονίας, γεγονός που φανερώνει την εμπιστοσύνη και το κύρος που απελάμβανε ο Πτολεμαίος και η Εορδαία στο Μακεδονικό Κράτος.
Οι Πτολεμαίοι υπεστήριξαν τις επιστήμες και τα Ελληνικά Γράμματα. Ίδρυσαν την Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και διέδωσαν την Ελληνική Γλώσσα και τον Ελληνικό Πολιτισμό στα πέρατα της οικουμένης.
Επί των ημερών τους η Αλεξάνδρεια ανεδείχθη στο μεγαλύτερο πνευματικό και εμπορικό κέντρο του τότε γνωστού κόσμου.
Κατά τους κλασσικούς και Βυζαντινούς χρόνους, ακόμα και στους αιώνες της Ρωμαϊκής κατάκτησης της Ελλάδος, η Εορδαία ως τμήμα της Τέταρτης Μερίδας, στις οποίες διαιρέθηκε η Μακεδονία, διατήρησε την διοιηκητική και πολιτιστική της αυτοτέλεια.
Τα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης και κυριαρχίας, η Εορδαία, όπως όλοι οι εύφοροι τόποι της Ελλάδος, κατελήφθη από Τούρκους μπέηδες, αξιωματούχους του οθωμανικού στρατού και από δερβίσηδες, φανατικούς πολεμιστές της πίστης.
Συγχρόνως κατεκλήσθη από εργάτες γης, ραγιάδες, φερμένους από τα βάθη της Ασίας και το Ικόνιο, Γιουρούκους και Κονιάρους αποκαλούμενους. Αυτοί ήταν και βοηθητικοί του οθωμανικού στρατού κατά τις διάφορες εκστρατείες του.
Οι Ελληνικοί πληθυσμοί για να σωθούν από τη μανία των οθωμανών κατακτητών, κατέφυγαν στα ορεινά και άγονα μέρη της Ελλάδος, Πίνδος, Γράμμος, Άγραφα και άλλα, όπου γνώρισαν μεγάλη φτώχια και στερήσεις. Τελικά η πείνα ανάγκασε πολλούς να κατέβουν από τα ορεινά στον κάμπο της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και όπου αλλού θα μπορούσαν να ζήσουν.
Πολλοί από τα χωριά των Γρεβενών, του Γράμμου και της Ηπείρου ήρθαν στις πλαγιές των οροσειρών της Εορδαίας, όπου κοντά σε πηγές και δάση σε υψόμετρο 1200 έως 1400 μέτρων έχτισαν τα χωριά Βλάστη, Κλεισούρα, Λέχοβο, Νυμφαίο, Άγιος Αθανάσιος Καϊμακτσαλάν και άλλα και ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία, τη γουναρική και την αργυροχρυσοχΐα.
Κάποιοι βυρσοδέψες από την Ήπειρο ήρθαν και δούλεψαν στο βυρσοδεψείο της επαρχίας Ελιμίας, στην περιοχή με τη σλαβική ονομασία Κόζια (δέρμα). Εκεί με τα χρόνια έχτισαν και το χωριό τους το οποίο ονόμασαν Κόζιανη.
Το 1661 την επαρχία Εορδαίας με το όνομα Καϊλάρια και τις επιμέρους τοπαρχίες της, Τζουμά (Χαραυγή) και Εγρί Μπουτζάκ (Δρέπανο), τις οποίες επισκέφθηκε για την είσπραξη φόρου, περιγράφει σε βιβλίο του ο Τούρκος εισπράκτορας φόρων και συγγραφέας Ευλιγιά Τζελεμπή.
Από την Καστοριά πήγε στο Καϊλάρι για να πάρει από τον Καδή το τεφτέρι των φόρων που θα εισέπρατε από τα χωριά της επαρχίας.
Στη συνέχεια πήγε σε όλα τα χωριά για την είσπαραξη του φόρου για τα οποία αναφέρει και κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, όπως το υγιεινό κλίμα της θερινής βοσκής του Σουλού Χαν (Καϊλάρια), τις όμορφες άπιστες (Ελληνίδες) του χωριού Μπεκρεβενίκ στις πλαγιές του Ασκίου, οι οποίες ασχολούνται με το μετάξι, τους τρεις τεκέδες των δερβίσηδων στον Τζουμά και τα χωριά του Εγρί Μπουτζάκ.
Στη συνέχεια πήγε στα Σέρβια τα οποία περιγράφει ως όμορφο τόπο με αμπέλια και μεγάλη παραγωγή μεταξιού από Ελληνίδες (άπιστες).
Κοζάνη δεν αναφέρει πουθενά. Μάλλον το 1661 η Κοζάνη θα ήταν ακόμα ένας καταυλισμός βυρσοδεψών και όχι ένα κανονικό χωριό με σπίτια, Εκκλησία και όνομα.
Την τοπαρχία Καϊλαρίων και την πρωτεύουσά της Καϊλάρι περιγράφει το 1812, έναν αιώνα πριν από την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό, ο λόγιος ιερέας της Κοζάνης Χαρίσιος Μεγδάνης.
<<Η χώρα αυτή προς Βοράν συνορεύει με την Οστροφινή (Άρνισσα), προς Νότο με την Σαριγκιόλη (Δρέπανο), Ανατολικά με τη Βέροια, μεσολαβούντος του Βερμίου και Δυτικά με την Καστοριά μεσολαβούντος του Ασκίου. Έχει σαράντα χωριά. Η γη της είναι ευφορωτάτη εις παντοδαπά γεννήματα και πλουσία τροφός εις πάντοια είδη βοσκημάτων.
Οι ίπποι της χώρας αυτής είναι επαινετοί δια την ωραιότητα, την ταχύτητα και την ετοιμότητά των.
Η διοίκησις της είναι εις χωρίον καλούμενον Καϊλάρι. Υποτάσσεται δε στη στρατηγική εξουσία του Ρούμελη πασά στο Μοναστήρι.>>
Και από την περιγραφή του Χαρισίου Μεγδάνη γίνεται φανερό ότι η Κοζάνη δεν έχει καμία σχέση με την Εορδαία.
Τα σαρανταένα (41) χωριά της Υποδιοίκησης Καϊλαρίων τα οποία απετέλεσαν την Μητροπολιτική Περιφέρεια Πτολεμαΐδος και Εορδαίας, περιγράφει ο Μητροπολίτης Ιωακείμ Μαρτινιανός, ο οποίος υπηρέτησε σε αυτήν επί δεκαετία, 1925 – 1935. Τα χωριά αυτά είναι:
Πτολεμαΐδα, Άγιος Χριστόφορος, Ακρινή, Αναρράχη, Ανατολικό, Αντίγονος, Άρδασσα, Ασβεστόπετρα, Άνω και Κάτω Γραμματικό, Γαλάτεια, Δροσερό, Εμπόριο, Εξοχή, Ερμακιά, Καρδιά, Καρυοχώρι, Κλείτος, Κόμανος, Κομνηνά, Κρυόβρυση, Μανιάκι, Μαυροδένδρι, Μαυροπηγή, Μεσόβουνο, Μηλοχώρι, Ολυμπιάδα, Πελαργός, Πεντάβρυσος, Περαία, Περδίκας, Ποντοκώμη, Προάστειο, Άνω και Κάτω Πύργοι, Πτελεώνας, Σπηλιά, Φαράγγι, Φιλώτας, Φούφας, Χαραυγή, Βλάστη.
Κατά τον Μητροπολίτη Φλωρίνης Βασίλειο, στα χωριά της Μητροπόλεως Πτολεμαΐδος – Εορδαίας, σύμφωνα με την Πατριαρχική εγκύκλιο, με την οποία δημιουργήθηκαν οι μητροπόλεις των “Νέων Χωρών” πρέπει να περιληφθούν και άλλα δώδεκα χωριά της Πτολεμαΐδος τα οποία κατέχονται από την Κοζάνη. Τα χωριά αυτά είναι: Λιβερά, Σιδερά, Κτενάς, Άγιος Δημήτριος, Ρυάκιο, Τετράλοφος, Βαθύλακος, Άγιος Χαράλαμπος, Βοσκοχώρι, Λεβέντης, Κοιλάδα, Ξηρολίμνη.
Τα παραπάνω χωριά, όπως και άλλα τα οποία δεν αναφέρονται από τον Άγιο Φλωρίνης, βρίσκονται στο λεκανοπέδιο της Εορδαίας.
Για να ιδεί κανείς δια γυμνού οφθαλμού και να καταλάβει ποια είναι η Εορδαία, οι πλαγιές και οι κάμποι, οι λίμνες, οι πόλεις και τα χωριά της, αρκεί να ανηφορίσει και να σταθεί σε κάποια πλαγιά των οροσειρών που την περιβάλλουν, στα χωριά Βλάστη, Κλεισούρα, Λέχοβο, Νυμφαίο, Άγιος Αθανάσιος Καϊμακτσαλάν και σε όποια άλλη πλαγιά.
Θα δει να απλώνεται μπροστά του μεγαλοπρεπής, ο πανέμορφος και εύφορος κάμπος της Εορδαίας, από το Αμύνταιο και την Άρνισσα προς Βοράν, με τη Βεγορίτιδα, τις Πέτρες τη Χειμαδίτιδα και τη Ζάζαρη, που χαρακτηρίζονται βιότοπος και περιοχή μεγάλου κάλους, εως τα Κοίλα, το Δρέπανο και τον Πολύμυλο προς Νότο.
Στο κέντρο του λεκανοπεδίου θα δει να ορθώνεται η πρωτεύουσα της Εορδαίας Πτολεμαΐδα, επίσης ένας πανέμορφος βιότοπος, τον οποίο η άγνοια και η υστεροβουλία μελών της τοπικής κοινωνίας, η αδιαφορία της πολιτείας και ανάγκες του κράτους σε ηλεκτρική ενέργεια, μετέτρεψαν στο μεγαλύτερο ενεργειακό κέντρο της χώρας, με δεκαοκτώ (18) Ατμοηλεκτρικούς Σταθμούς της ΔΕΗ και τα κουφάρια της Χημικής Βιομηχανίας Αζωτούχων Λιπασμάτων ‘’ΑΕΒΑΛ’’ να χάσκουν στον περίγυρό της.
Θα δει τα μεγάλα ορυχεία και τα βουνά από αδρανή υλικά και τέφρα και θα καταλάβει τις τεράστιες καταστροφές που προκάλεσε η ΔΕΗ στο πανέμορφο αυτό λεκανοπέδιο.
Θα δει ότι η Κοζάνη δεν έχει καμία σχέση με το λεκανοπέδιο της Εορδαίας, με το λιγνίτη και τις λιγνιτικές δραστηριότητες της ΔΕΗ. Ότι δεν είναι Ενεργειακός δήμος, όπως θέλει να εμφανίζεται και θα καταλάβει τα τεκτενόμενα εις βάρος της Πτολεμαϊδος και Εορδαίας, από την πολιτεία, από ραθυμούντες άρχοντες και από ιδιοτελείς και επίβουλους γείτονες.
Σωκράτης Βουνοτρυπίδης
Ιατρός