-Τι χαμπάρια, Κάκκο;
-Όλα καλά, Χάμπο. Εσύ; Θα πιούμε καφέ;
-Κι εγώ καλά, Κάκκο. Να πιούμε, γιατί να μη πιούμε;
-Πετράκη, δύο καφεδάκια περιποιημένα, σε παρακαλώ.
-Βέβαια, Κάκκο.
-Λοιπόν που λες, Κάκκο, διάβαζα χθες στον Πτολεμαίο, ένα ωραίο άρθρο της Κρυσταλλίδου, που ιστορούσε τις πρώτες μέρες στο Δημοτικό σχολείο.
-Άαα,ναι! Το διάβασα κι εγώ. Και είχε και μια φωτογραφία που ήταν όλη η τάξη της…Έτσι γράφει. Αυτό δε λες;
-Ναι για. Αυτό ακριβώς. Να ήξερες τι με θύμισε…παλιά…
-Σ’ έπιασε το συναισθηματικό σου, κατάλαβα, Χάμπο. Αφού κι εγώ…Θυμήθηκα την τάξη μου, στην πρώτη δημοτικού και συγκινήθηκα…
-Ναι. Αυτό. Όμως, θυμήθηκα και κάτι ακόμα. Βλέπεις η Κρυσταλλίδου είναι νέα κοπέλα. Δέκα δραχμές το κουλούρι, σε λέει. Εμείς δίναμε μισή δραχμή, δίναμε, Κάκκο. Φαντάσου για πότε μιλάμε!
-Έεε ναι Χάμπο. Εμείς είμαστε, αρχαία ιστορία, είμαστε.
-Και λοιπόν, Κάκκο, θυμήθηκα μία φωτογραφία μου με μια τεράστια τσάντα στο χέρι, δερμάτινη, τσίλικια, να στέκομαι στην αυλή του σπιτιού μου, στο Ριζάρι. Έτοιμος για την πρώτη μου μέρα στο δημοτικό σχολείο. Τότε, τα κορίτσια, φορούσαν ακόμα πόδια.
-Μα, βέβαια. Μιλάς για το…1960, αν κάνω σωστά τις πράξεις;
-Ναι, Κάκκο. Μαθηματικός είσαι; Το ’60. Και έχω κι ένα κούρεμα!
-Όλα με την ψιλή και μόνο μια μικρή φούντα μπροστά. Σωστά;
-Ολόσωστα. Εσύ, αν τα υπολογίζω σωστά, πηγές πρώτη δημοτικού το ’61;
-Σωστά, Χάμπο. Σωστά. Και τι θα έλεγες;
-Τα καφεδάκια σας. Στην υγειά σας.
-Να ‘σαι καλά, Πετράκη. Κάτσε ν’ ακούσεις την ιστορία του Χάμπου. Τελειώνει, δε θ’ αργήσει…
-Θυμήθηκα που λες, Πετράκη, το ’60, στην πρώτη δημοτικού, που ήρθε στο σχολείο μας, στο Ριζάρι, μία επιτροπή. Μπορεί απ’ το υπουργείο; Μπορεί να ‘ταν γιατροί; Ξένοι; Δε κατάλαβα. Μας μέτρησαν. Μας ζύγιζαν. Κουνούσαν το κεφάλι τους μελαγχολικά. Είχαν μια στεναχώρια στο βλέμμα τους…
-Ποιο ήταν το πρόβλημα, Χάμπο;
-Θα σε πω εγώ, Πετράκη. Το πρόβλημα ήταν πως ήμασταν καχεκτικά. Αδύνατα και σκυφτά παιδάκια…
-Τι λες τώρα; Και τι έγινε μετά, Χάμπο;
-Μετά; Μετά από λίγες μέρες, μας είπαν το κάθε παιδί, να φέρνει καθημερινά μαζί του, απ’ το σπίτι του, ένα ποτηράκι μαζί του και να μη το ξεχνάει ποτέ! Ξέρεις. Εκείνα τα εμαγιέ, με το χερούλι. Ήτανε μόδα τότε.
-Και λοιπόν;
-Και λοιπόν, έστησε μια ομάδα ένα πρόχειρο μαγειριό. Έβραζαν το γάλα στο τσουκάλι και περνούσαμε ένα – ένα τα παιδιά και μας έβαζαν γάλα ως απάνω στο ποτήρι μας. Μετά, μας δίναν και από ένα μήλο στο κάθε παιδί.
-Γάλα και μήλο καθημερινά; Δωρεάν;
-Φυσικά, Πετράκη. Ένα ποτήρι γάλα κι ένα μήλο κάθε μέρα, μπας και πάρουμε κανένα δράμι.
-Δράμι; Τι είν’ το δράμι, Χάμπο;
-Άλλες εποχες. Είπαμε. Πες εσύ κιλό, Πετράκη… Πες εσύ κιλό!