Όταν δίνεις σε κάποιον πεινασμένο φαγητό́ μόνο επειδή́ τον συμπονάς και τον λυπάσαι, φανερώνεις την ανθρωπιστική και την κοινωνικο-πολιτιστική σου παρουσία στο καθημερινό γίγνεσθαι. Αν όμως δίνεις σε κάποιον τροφή́-ελεημοσύνη, επειδή́ γνωρίζεις πως με αυτόν θα μοιραστείς την αιωνιότητα και ότι είσαι οντολογικά́ συνδεδεμένος και συμπορευόμενος με εκείνον ως ένα συμπαγές εκκλησιαστικό σώμα με κοινή πορεία, τότε φανερώνεις την εν Χριστώ παρουσία Του εδώ και τώρα, φανερώνεις τον Αληθινό μεταμορφωτικό χαρακτήρα της Εκκλησίας, φανερώνεις τη Βασιλεία του Θεού μέσα στον κόσμο. Καθότι για την Εκκλησία μας, το πρόσωπο δεν είναι αυτό που είναι, αλλά αυτό που θα είναι αεί, αυτό που θα υπάρχει εσχατολογικά, όπως χαρακτηριστικά μας λέει ο Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, «Και τούτον τον τρόπο εν τω Θεώ ζώμεν, μετατιθέντες τον βίον από του ορωμένου τούτου προς τον μη βλεπόμενον κόσμον, ου τον τόπον αμείβοντες, αλλά τον βίον και την ζωήν» (Εν Χριστώ ζωή, Λόγος Α ´ 13) Δηλ. Με αυτόν τον τρόπο να ζούμε μέσα στο Θεό, μεταθέτοντας το βίο αυτόν τον βλεπόμενο, προς τον μη βλεπόμενο κόσμο, αλλάζοντας όχι τον τόπο, αλλά τον βίο και την ζωή.
Το να κάνεις επομένως την αγαθοεργία χάριν και μόνον της αγαθοεργίας, είναι διαφορετικό από το να αγαθοεργείς χάριν του Θεού που αγαπάς, χάριν του Θεού που έχει σαρκωθεί, που έχει σταυρωθεί, χάριν του άλλου, του ξένου, του οποιουδήποτε, που στο πρόσωπό του ατενίζεις τον Γεννηθέντα και Αναστάντα Χριστό.
Συνεπώς, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη που δίνεται και θυσιάζεται για τον άλλον, αποκαλύπτει την αγάπη του σε Εκείνον, μια αγάπη που δεν σταματά μόνο στα μέλη της Εκκλησίας, αλλά και σε κάθε αλλοεθνή αδελφό ξεχωριστά που αναμένει τη βοήθεια και την ελεημοσύνη μας. Όσο περισσότερο ο άνθρωπος θεμελιώνεται εσχατολογικά, τόσο περισσότερο είναι έτοιμος να αγαπήσει χωρίς ανταπόδοση και έτσι να βοηθήσει ειλικρινέστερα τους άλλους. Όσο περισσότερο ο πιστός βιώνει την Εκκλησία ως φανέρωση της Βασιλείας του Θεού, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεται τη βοήθεια προς τους άλλους, όχι ως «καθήκον» ή «συνήθεια» ή «αντιμισθία», αλλά ως βιωματική προσωπική του κατάσταση που ξεχειλίζει από αγάπη και φιλανθρωπία για όλες τις υπάρξεις.
Κλείνοντας και μέρες που είναι, θα σας αναφέρω μία σκέψη μου από την εικονολογική παράσταση της Γεννήσεως του Χριστού. Αναφέρομαι στα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στην Σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού και συγκεκριμένα στους Μάγους, οι οποίοι πρόσφεραν δώρα σε έναν άγνωστο, σε ένα ξένο. Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν ήταν Χριστιανοί, δεν ήταν πιστοί, αντιθέτως ήταν αλλοεθνείς, αλλογενείς, ζούσαν σε αγνωσία, αλλά ποθούσαν κάτι ανώτερο, κάτι υψηλότερο, έψαχναν την Αλήθεια, έψαχναν το πραγματικό Φως, γι’ αυτό χαριτώθηκαν να δουν το Πρόσωπο του Αληθινού Βασιλιά Χριστού. Και όχι μόνο χαριτώθηκαν, αλλά και αξιώθηκαν- ας μου επιτραπεί ο λόγος-να γίνουν και οι πρώτοι Απόστολοι, οι πρώτοι μαθητές, εφαρμόζοντας το «Ακολουθείτω μοι» πριν καν τους καλέσει ο ίδιος ο Σωτήρας.
Συμμετέχοντας επομένως και εμείς ως «ασύγχυτες και αδιαίρετες» υπάρξεις στο δικαίωμα που μας έδωσε ο Λυτρωτής Χριστός, μπορούμε πλέον να συνδράμουμε στην ανακεφαλαίωση, στην αναδημιουργία, στη φιλάνθρωπη και αγαθοποιό αναγέννηση αυτής της φθαρτής και πεπερασμένης κτίσης, διότι μας έχει δοθεί η Χάρη και η Δωρεά «προ καταβολής κόσμου» ώστε να μπορούμε να «ενσαρκώνουμε και ανασταίνουμε» όχι μόνο κάθε μέλος της Εκκλησίας, αλλά και κάθε ύπαρξη που βρίσκεται προσωρινά σε δύσκολη θέση, μέσα στην πολυδαίδαλη και εκκοσμικευμένη κοινωνία μας.
Μια τέτοια στάση αποκαλύπτει και φανερώνει την εν Χριστώ ζωή και πορεία της Εκκλησίας μας, σε αυτούς τους άσπλαχνους-άδικους-πονηρούς και δύσκολους καιρούς που ζούμε. Το αντίδοτο και τη δύναμη σε όλα τα προσκόμματα της φθαρτής ζωής, την παρέχει μόνο η μετοχή μας στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, καθότι είναι το μόνο μυστήριο το οποίο μας ανοίγει τις θύρες ώστε να βιώνουμε Χριστούγεννα και Ανάσταση κάθε Κυριακή και κάθε μέρα!