Θυμέτι ἡ μάνναμ’ κι λιέει. «Ἅμα ἔρχουνταν ἡ Τρανὴ ἡ Ἀπουκρηά, πάηναν ὅλ’ οἱ συγγηνίδις τοὺ βράδ’ στς θκοίτς ἀ κι σχουρνιοῦνταν. Ξικινοῦσαν πρῶτα ἀπ’ τοὺ σπίτι τς. Ἔβαζαν μιτάνοια στς Τρανοί, παπποῦ, μπάμπου, πιθιρό, πιθιρά, πατέρα, μάννα ἀ κι σχουρνιοῦνταν. Οἱ Τρανοὶ ἔδιναν στὰ πιδγιὰ κιράζματα, φραγκουδίφραγκα, κάνα τάλιαρου, ἀλλὰ τρανύτιρις παράδις ἔδουναν μὶ πουλὺ ζόρ’. Ἰδίους οἱ μπάμπις, ἅμα ἀρχίντσαν μέσ’ στοὺ 1960 νὰ παίρν’ ἀπ’ τοὺν ΟΥΓΑ σύνταξ’, κρατοῦσαν στοὺ τζιόπ’ παράδις, γιὰ νὰ κιρνοῦσαν τἀγγουνάκια τις.
Ὕστιρα θὰ πάηναν σν ἄλλ’ τ’μπάμπου, τ’μάννα τς μάννας στς. Ἰκείν’ πάλι καρτιροῦσι πῶς κι πῶς τἀγγόνια ἀπ’ τ’θυγατέρα τς ἀπ’ ἦταν παντριμέν’ σὶ ἄλλου σπίτ’. Μιτάνις κι ἰκεῖ κι κιράσματα ἀπ’ τοὺν παπποῦ κι τ’μπάμπου. Τὰ πιδγιὰ ὅλου κι σμμάζουναν κάμπουσις παράδις ἰκείνου τοὺ βράδ’. Τς μιτροῦσαν ἀράδα κι χαίρουνταν. Τς μάζουναν σὶ κάνα μαντήλ’, γιὰ νὰ μὴν τς ἔχαναν. Στοὺ θκόμας τοὺ σπίτ’ ἡ Τρανὸς ἴλιγι, «Ὄϊ, μὴ χαζὰ ρά, πᾶρτι ὅλου τοὺ συρτάρ’ ἀ ρά, θκό σας εἶνι». Σὰν νἄλιγι, ὅτ’ «ὅλου τοὺ ταμείου εἶνι θκόσας, τὶ τὰ θέλτι αὐτὰ τὰ πινηντούλια κι τὰ λιανώματα;» Καθαρὴ Διφτέρα προυΐ προυΐ θὰ πάηναν στοὺ Γκουβρουγιώργου ἢ στοὺ Γκουβρουδημήτρη ἢ στοὺν Κουτουλουκότσιου, γιὰ ‘νἀγόραζαν χαλβᾶ ἢ θριψίν’.
Ἰκείνου ὅμους ποὺ ἀπόμεινι στὰ μάτχιαμ’ εἶνι τὰ κουμπαργιὰ τ’πατέραμ’. Ἔρχουνταν στοὺ σπίτ’ μας ἡ κουμπάρουζμας ἡ Τζιουνουβασιλουγιώρς, μὶ τὰ σκτίσια κι τοὺ ταλαγάν’, ἀπ’ ἦταν τρανὸς κι αὐτός, κι ἡ Κρανουλίας. Ἔβαζαν μιτάνοια στοὺν πατέραμ’ κι τοὺν φλοῦσαν τοὺ χέρ’. Ἴλιγαν, Ἄει νοῦνι, σχουρημένα. Αὐτάϊας ὅλα γένουνταν ντὶπ σουβαρά. Ἔρχουνταν κι ἡ παπποῦς ἡ Κουτουλουχαρίις 1898, (τοὺν ἴλιγάμι κι τζιαμπούκα, ἀμπουτὶ κάπνιζι μὶ πίπα) μὶ ὅλ’ ν’οἰκουγένειατ’, ἡ μπάμπου Λένου 1899, ἡ Λίνα, ἡ Γιάνντς 1926, ἡ Βαγγέλτς 1930, ἡ Μήτσιους 1933 κι ἡ Βανθία 1938. Τοὺν ἴλιγαν τὰ πιδγιάτ’, ἄει νὰ μὴν πααίνουμι, ἀλλὰ ἡ Κουτουλουχαρίις τς ἴλιγι, «Ἂ ὄχ’. Ἡ Στέργιους εἶνι ἡ τρανύτιρους ἡ μπατζινάκς κι πρέπ’ νὰ τοὺν τιμήσουμι. Εἶχαν παντριφτῆ κιὰ οἱ δγυό τς κουρίτσια τ’ παπποῦ τ’ Χαϊνταρουϊάνν’ πατέρα τ’Χαϊνταρουκότσιου. Ἡ μάνναμ’ πάλι κρατοῦσι ξιχουρστὰ παράδις γιὰ νὰ κιρνοῦσι τοὺ κουμπαρούδιτς τοὺν Λάμπρου 1930 τ’ Μαστρουγιώρ’ 1892. Ἔρχουνταν ἡ Λάμπρους, τοὺν κιρνοῦσι κάνα δικάρκου ἡ μάνναμ’ κι αὐτὸς ἔφυγνι χαρούμινους κι τριχάτους ὡς τοὺ σπίτ’, γιὰ νὰ τς πῆ τὶ τοὺν δώρσι ἡ νοῦνατ’.
Ἄλλ’ εἰκόνα μὶ σχώργιου γένουνταν κι γένιτι ἀκόμα σνἸκκλησιά. Ἅμα τιλειών’ ἡ ἱσπιρινὸς τς συγχουρήσιους πρώτους λιέει ἡ παπᾶς, σχουρνᾶτι μι, κι ὕστιρα ἡ πχιὸ τρανὸς ἄντρας ἢ ἡ γναῖκα. Ἔτσιας πιρνοῦν ὅλ’ κι σχουρνιοῦντι.
Ἅμ’ τώρα ποὺ λυκουδέρν’ στὰ γλέντγια κι στς σαλαμάρις ὅλις, ποῦ νὰ βριθοῦν ἀ κὶ νὰ σχουρηθοῦν;
Πῶς γένουνταν κάναν κιρό, μάνναμ’!