Σε ένα αφιέρωμα του libre.gr για τη ζωή και την παρακαταθήκη του Γιάννη Μπουτάρη, προσωπικότητες από διάφορους χώρους μοιράστηκαν τις εμπειρίες και τις εντυπώσεις τους από τον χαρισματικό πρώην δήμαρχο Θεσσαλονίκης. Μίλησαν, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Στέλιος Αγγελούδης, ο ηθοποιός Ιεροκλής Μιχαηλίδης, καταγόμενος από την Πτολεμαΐδα, ο δημοσιογράφος Ηλίας Κουτσούκος, ο Σπύρος Πέγκας, επικεφαλής της δημοτικής παράταξης ‘’Θεσσαλονίκη Για Όλους’’, η Πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Εφημερίδων, Περιοδικών και Ηλεκτρονικών Μέσων Βορείου Ελλάδος Κούλα Πουλασιχίδου και ο συγγραφέας Σάκης Σερέφας σκιαγραφούν την πολυδιάστατη προσωπικότητα ενός «αιώνιου έφηβου» και ελεύθερου πνεύματος που άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα.
Ιεροκλής Μιχαηλίδης: “Ο κυρ Γιάννης υπήρξε η τρυφερή αρκούδα που μας ξύπνησε από την χειμερία μας νάρκη”
Σύντομος, σχεδόν λακωνικός ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης, λέει: «Με τον Γιάννη Μπουτάρη όλη η χώρα γνώρισε την ‘‘άλλη Θεσσαλονίκη’’ κι εμείς ανακαλύψαμε την ένδον πόλη και την κοσμόπολη. Ο κυρ Γιάννης υπήρξε η τρυφερή αρκούδα που μας ξύπνησε από την χειμερία μας νάρκη. Η ελεύθερη σκέψη του φύσηξε σαν ανοιξιάτικο αεράκι και διέλυσε την ομίχλη. Το ελεύθερο πνεύμα του θα συνεχίσει να ευφραίνει τις καρδιές μας ως εκλεκτός οίνος».
“Αιώνιος έφηβος”
Για την Κούλα Πουλασιχίδου, Πρόεδρο της Ένωση Συντακτών Εφημερίδων, Περιοδικών και Ηλεκτρονικών Μέσων Βορείου Ελλάδος, «” έφυγε” ένας ΑΛΗΘΙΝΟΣ Έλληνας!!!»
Η ίδια θυμάται: «Το Γιάννη Μπουτάρη τον γνώρισα αρκετά χρόνια πριν στο West Channel της Κοζάνης (κανάλι ΚΔ Μακεδονίας), όταν ήρθε ως φιλοξενούμενος στην εκπομπή μου Face to face, με την ιδιότητα ενός από τους πιο σημαντικούς Επιχειρηματίες – Οινοποιούς της Ελλάδας.
Από την πρώτη στιγμή η “αύρα” που εξέπεμψε κυριάρχησε στο στούντιο και εγώ έβλεπα μπροστά μου έναν αιώνιο έφηβο με τα tattoo και το σκουλαρίκι στο αυτί να λαμπυρίζει, με το νεανικό του ντύσιμο και με ένα σπινθηροβόλο βλέμμα που έμοιαζε σαν να σε περνά από “ακτινογραφία”.
Κέρδισα αμέσως την εμπιστοσύνη του και εκείνος τη δική μου και αυτό αποδείχθηκε στη διάρκεια της δίωρης συνέντευξης εφ’ όλης της ύλης, που ακολούθησε. Απαντούσε στις ερωτήσεις μου με ευθύτητα, ειλικρίνεια και νηφαλιότητα δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα ευχάριστο κλίμα, που έκανε τη συνομιλία μας περισσότερο φιλική και αυθόρμητη, από όσο την περίμενα. Αναφέρθηκε στη διαδρομή και τα επιτεύγματά του στην οινοποιία, εκδήλωσε την αγάπη του για το πανέμορφο Νυμφαίο, παραδέχτηκε την εξάρτησή του από το αλκοόλ και το τέλος της, χαρακτήρισε “κινητήριο δύναμη” την οικογένειά του, μίλησε για το “μικρόβιο” του Αυτοδιοικητικού που το απέκτησε από το 2002 υπηρετώντας στο Δήμο Θεσσαλονίκης ως Δημοτικός Σύμβουλος, για να εκλεγεί αργότερα το 2009 δήμαρχος Θεσσαλονίκης.
Στέλνοντας χρηστικά μηνύματα για πολλούς αποδέκτες, έκανε ο ίδιος τον επίλογο της πρώτης μας εκπομπής. Ακολούθησε ακόμα μία ενημερωτική εκπομπή με τον αγαπημένο μας Κυρ-Γιάννη, μετά από επιθυμία της Διοίκησης του Σταθμού, των τηλεθεατών αλλά και δική μου, ενώ στο τέλος μας προσέφερνε πάντα κούτες με όλα τα είδη των υπέροχων κρασιών του.
Λίγο αργότερα τον ξανασυνάντησα ως δήμαρχο πλέον Θεσσαλονίκης σε μία εκδήλωση, όπου κατέθεσε το μεγαλόπνοο όραμά του για τη Θεσσαλονίκη του Κοσμοπολιτισμού. Παρόλο που εξελέγη δήμαρχος σε μία δύσκολη εποχή για την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, κατάφερε υπηρετώντας το θεσμό επί 9 έτη, να αλλάξει ριζικά την Πόλη που τόσο πολύ αγάπησε, με σεβασμό πάντα προς το Δημόσιο χρήμα και στην ποιότητα ζωής των Πολιτών, ενώ εργάστηκε με πάθος προκειμένου να ανοίξει τις Πύλες της, στην Τουριστική Ανάπτυξη που ακολούθησε. Καλό ταξίδι στο φως και στην αιωνιότητα, κυρ-Γιάννη της καρδιάς μας!!!»
Στέλιος Αγγελούδης, δήμαρχος Θεσσαλονίκης
«Αυθεντικός, γνήσιος και ανατρεπτικός, ενεργός και ανήσυχος πολίτης μέχρι τέλους, ο Γιάννης έζησε όπως ήθελε, χωρίς συμβιβασμούς, πολλές ζωές σε μία, σχεδόν μυθιστορηματική, ζωή», λέει ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Στέλιος Αγγελούδης και συμπληρώνει: «‘‘Μην κάνεις ετούτο ή τ΄ άλλο του λέγαν. Μη δίνεις στόχο, μη γίνεσαι θύμα κάθε τόσο της ειλικρίνειάς σου. Εκείνος τους χαμογέλαγε συγκατανευτικά κι έπαιρνε με τα δυο του δάχτυλα μόνο ένα – ένα τα ‘μη’ τους και τα πέταγε μες το δοχείο απορριμμάτων’’. Αυτός ήταν ο Γιάννης Μπουτάρης. Ο επαναστάτης που υμνεί ο Γιάννης Ρίτσος στο ομώνυμο ποίημά του».
Όσο για την πόλη του, την Θεσσαλονίκη, όπως λέει Στέλιος Αγγελούδης, ο Μπουτάρης «τόλμησε πράγματα πρωτοποριακά, ανατρεπτικά και ρηξικέλευθα υπάκουε μόνο στο όραμά του για μια άλλη Θεσσαλονίκη. Μια Θεσσαλονίκη που αντλεί από το πλούσιο παρελθόν της, ζωντανή, πολυπολιτισμική, πολύχρωμη, συμπεριληπτική, ανοιχτή στον κόσμο. Το όραμά του αυτό έγινε πράξη σε μεγάλο βαθμό: Μπήκαν τίτλοι τέλους στη στασιμότητα, η Θεσσαλονίκη έπαψε να είναι η πόλη των φαντασμάτων για την οποία έγραψε ο Μαρκ Μαζάουερ, συνομίλησε με γενναιότητα για το πρόσφατο παρελθόν της, είδε ανατροπές στο παρόν και χαμογέλασε στο μέλλον. Όλα αυτά χάρη στην αύρα, στη δυναμική, στο πείσμα και στην επιμονή του, στην απόφασή του να κοιτάξει μπροστά, χωρίς να μετρήσει ποτέ το πολιτικό ή και το προσωπικό κόστος».
Ηλίας Κουτσούκος: “Για τον κυρ-Γιάννη”
Ο Ηλίας Κουτσούκος, δημοσιογράφος, συγγραφέας και ποιητής, μιλά για τα αισθήματα που έτρεφε και τρέφει ακόμη για τον Γιάννη Μπουτάρη. «Τον θαύμαζα, τον ψήφισα και τώρα που ‘‘έφυγε’’ ακόμα τον θαυμάζω, λέει και εξηγεί γιατί: «Για τον κιμπάρικο, απρόβλεπτο και απλά αριστοκρατικό τρόπο που αντιμετώπιζε τους πάντες. Για το στυλ του που έβγαζε μια γνήσια παιδικότητα και μια «ροκιά» που δεν την βρίσκεις εύκολα στους σύγχρονους πολίτες».
Ο ίδιος, θυμάται: «Πριν λίγα χρόνια γινόταν μια δημοπρασία στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης εδώ στη Θεσσαλονίκη με αντικείμενα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Η αίθουσα ήταν κατάμεστη και ο Μπουτάρης καθόταν μπροστά. Εγώ κάπου πίσω. Βγαίνει στο σφυρί μια μικρή χάλκινη προτομή του Λένιν στα εκατό ευρώ και τη ‘‘χτυπάω’’, φωνάζει ο Δήμαρχος ‘‘διακόσια’’, απαντάω ‘‘τριακόσια’’ και γυρνάει προς το μέρος μου και λέει ‘‘άστο Ηλία, έτσι κι αλλιώς εγώ θα την πάρω’’. Φυσικά την πήρε…»
Γι’ αυτό λέει, ο Ηλίας Κουτσούκος «τον θαύμαζα για τον τρόπο που μιλούσε στο Δημοτικό Συμβούλιο, για τις παρεξηγήσεις που δημιουργούσε με τη συμπεριφορά του, τον θαύμαζα για τις πολύχρωμες κάλτσες του, για το τατουάζ στην επιφάνεια του χεριού του, γιατί επίσης έφερε στην επιφάνεια τη ντροπή της πόλης που αφορούσε τη μαζική αδιαφορία της για το θέμα των Εβραίων στη Κατοχή,( κι εδώ ας αγανακτούν δήθεν κάποιοι συμπολίτες) τον θαύμαζα για την ανθρώπινη μαγκιά του σε όλα και προς όλους. Ο Μπουτάρης θα μου λείπει».
Σπύρος Πέγκας: “Οραματιστής και μποέμ”
Για τον Σπύρο Πέγκα, επικεφαλής της δημοτικής παράταξης ‘Θεσσαλονίκη Για Όλους’, ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν οραματιστής, καινοτόμος, ασυμβίβαστος, μποέμ…
Και όπως σημειώνει ο ίδιος «τι δεν θα ειπωθεί αυτές τις ημέρες για τον Κυρ-Γιάννη. Θα κάθεται κάπου άνετα με τα πόδια ψηλά, θα καπνίζει τα άφιλτρα camel του και θα χαμογελά με όλα αυτά που λέγονται και κυρίως από ποιους λέγονται».
Ο Σπύρος Πέγκας θυμάται: «Με τον Κυρ-Γιάννη δεν είχα τίποτα φαινομενικά ταυτοτικό. Είχε μια ζωή ξέχειλη και γενναιόδωρη, που ήταν ακριβώς αντίθετη με τη δική μου, τη σφιχτή και συγκρατημένη. Θα έπρεπε πολύ να… σκαλίξεις, μια αγαπημένη του λέξη, για να βρεις κοινές συνήθειες. Ο σκέτος γαλλικός καφές που πίνουμε; Ότι λέμε και οι δύο καφετερίες και όχι καφετέριες; Αυτά μπορώ να σκεφτώ.
Ποιο ήταν το νήμα εκείνο το βαθύτερο, λοιπόν, που μας συνέδεε, μας έφερε κοντά, μας έκανε στενούς συνεργάτες και μας έβαλε τέσσερεις φορές να συνταχθούμε μαζί για το καλό, όπως το πιστεύαμε, της πόλης; Η τελευταία φορά το 2023 ήταν και η πιο τιμητική για μένα, καθώς εγώ ήμουν ο επικεφαλής της δημοτικής παράταξης ‘Θεσσαλονίκη Για Όλους’ και εκείνος ο απλός στρατιώτης, δημοτικός σύμβουλος.
Αυτό που μας ένωνε ήταν η πρόσληψη που είχαμε για τον κόσμο. Κοιτούσαμε μακριά στον ορίζοντα και επιθυμούσαμε τον κοσμοπολιτισμό και την ανοιχτότητα. Ο Κυρ-Γιάννης πίστευε βαθιά σε αυτό που έλεγε «δεν μπορείς να διαμορφώσεις το μέλλον σου, αν δεν γνωρίζεις το παρελθόν σου» και έτσι ασχολήθηκε εντατικά με το ξεθάψιμο της πολυπολιτισμικής κληρονομιάς της πόλης. Θεωρούσε ότι αυτή η ανάδυση του πολύ-πολιτισμικού παρελθόντος θα έφερνε την πόλη στο διεθνή προσκήνιο.
Εγώ ανέλαβα να αξιοποιήσω αυτό το μοναδικό ιστορικό αφήγημα ως τουριστικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Να εκφράσω τη σύγχρονη ωφέλεια αυτής της μοναδικής διαχρονικής κληρονομιάς. Εκείνος είχε μια βιωματική κατανόηση για τον αδύναμο, τον χαμένο και τον ηττημένο, κι εγώ ένα βαθύ ουμανιστικό, αποτέλεσμα παιδείας, νοιάξιμο για τον μη έχοντα και αδικημένο.
Αυτές οι δύο αφετηρίες, αυτά τα χαρακτηριστικά είναι, κυρίως, που μας ένωσαν, έτσι ώστε σήμερα να φέρω τον βαθιά τιμητικό τίτλο του στενότερου και διαχρονικότερου συνεργάτη του σε ότι αφορά τη διαδρομή του Γιάννη Μπουτάρη στην τοπική αυτοδιοίκηση».
Σάκης Σερέφας: “Έμαθε στους ντόπιους την πόλης τους, ξεφόβισε τη Θεσσαλονίκη”
Για τον συγγραφέα Σάκη Σερέφα «ο Γιάννης Μπουτάρης είναι μια σπάνια λαμπρή εξαίρεση στην πονεμένη ιστορία που έχει τον τίτλο «δημαρχία Θεσσαλονίκης», ίσως η μόνη που ευεργέτησε τόσο την πόλη, μετά από τον ντονμέ Αχμέντ Χαμντί Μπέη (θητεία: 1893-1908) ο οποίος εκτιμήθηκε από όλους για την πολύπλευρη εκσυγχρονιστική προσφορά του. Ο Γιάννης – δεν αντέχεται αυτό το “μπάρμπα Γιάννης” που ακούγεται στα κανάλια – Μπουτάρης δεν ασχολήθηκε επαρκώς με τα “μικρά” ζητήματα της πόλης κι αυτό δεν είναι στα υπέρ της διπλής θητείας του, κάτι που μάλλον το αναγνώριζε κι ο ίδιος. Άλλη είναι η προσφορά του. Έμαθε στους ντόπιους την πόλη τους. Τους έκανε να εννοήσουν πώς, από τη μεγαλύτερη εβραιούπολη των Βαλκανίων που ήταν στην ιστορία της, έφτασε να αριθμεί μια χούφτα από Ισραηλίτες σήμερα. Ξεφόβισε την πόλη από την παρουσία των Τούρκων επισκεπτών που κατακλύζουν το (νομιζόμενο ως) σπίτι όπου γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ.
Το σκουλαρίκι στο αυτί και τα χαϊμαλιά στα χέρια δεν ήταν γκάτζετ δηθενιάς πάνω του, αλλά πίστης στο ότι ο καθένας μπορεί και πρέπει να μπορεί να είναι ο εαυτός του χωρίς ψεύτικες συμβάσεις, κάτι που το έδειξε πηγαίνοντας στα Φεστιβάλ Υπερηφάνειας κάτι “διαφορετικών” και “πολύχρωμων” όντων που κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Κι αν επί των ημερών του δεν φτιάχτηκε το σπασμένο πλακάκι στο πεζοδρόμιο, ωστόσο, πολλοί άνθρωποι σ’ αυτήν την πόλη πατούν πιο γερά στα πόδια τους».