Συνεχίζουμε τὴν παράθεσι πατερικῶν γνωμῶν ἐπὶ τοῦ θέματος, ἂν ὑπάρχουν Τελώνια. Μὲ τὸν χωρισμὸ ψυχῆς καὶ σώματος ἀρχίζει πλέον μιὰ νέα κατάστασι γιὰ τὴν κάθε ψυχή. Εἶναι αὐτὴ ἡ πραγματικότητα γιὰ τὴν ὁποία ἡ ἀνερχόμενη ψυχὴ δὲν ἐρωτᾶται, ἂν θέλη ἢ ἂν δὲν θέλη. Καὶ βέβαια τὴν ἀντιμετωπίζει μόνη της, μὰ ἐντελῶς μόνη της. «Οἴμοι, οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχὴ χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος! Οἴμοι, πόσα δακρύει τότε, καὶ οὐχ ὑπάρχει ὁ ἐλεῶν αὐτήν! Πρὸς τοὺς Ἀγγέλους τὰ ὄμματα ῥέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει. Πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χεῖρας ἐκτείνουσα οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα…». Αὐτὰ λέει ἐκφραστικώτατο τοῦ γεγονότος ἰδιόμελο τοῦ β’ ἤχου στὴν ἀκολουθία τῆς κηδείας, τὸ ὁποῖο θἄπρεπε, ἀλλὰ δὲν ἀναγινώσκεται.
Ὁ Μέγας Βασίλειος 330-378 στὴν ἑρμηνεία του στὸν Ψαλμὸ 7,2 «Κύριε ὁ Θεός μου ἐπὶ σοὶ ἤλπισα, σῶσόν με» λέγει, «Νομίζω, ὅτι οἱ γενναῖοι ἀθληταὶ τοῦ Θεοῦ πάλεψαν πολὺ σὲ ὅλην τὴ ζωή τους μὲ τοὺς ἀοράτους ἐχθρούς. Στὸ τέλος ὅμως τοῦ βίου τους ἐρευνῶνται ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου. Ἂν βρεθοῦν δηλαδὴ νὰ ἔχουν τραύματα ἀπὸ τὴν πάλη τους, ἢ μερικὲς κηλῖδες καὶ σημάδια ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τοὺς κρατοῦν. Ἂν ὅμως βρεθοῦν ἄτρωτοι καὶ ἄσπιλοι, σὰν ἀψεγάδιαστοι πλέον καὶ ἐλεύθεροι, ἀναπαύονται ἀπὸ τὸν Χριστό. Λέγει, σῶσε με Κύριε στὴν παροῦσα ζωὴ ἀπὸ τοὺς διῶκτες μου, ἀλλὰ ρῦσαι με καὶ ἐκεῖ στὴν μέλλουσα, στὸν καιρὸ τῆς ἐρεύνης, μήπως καὶ ἁρπάξη σὰν λιοντάρι τὴν ψυχή μου» (Migne PG 29,232C-233A).
Ὑπογραμμίζει ὁ Μ.Βασίλειος, ὅτι «ὁ ἄρχων τοῦ αἰῶνος τούτου ἐρευνᾶ» τὶς ψυχές, μήπως καὶ βρῆ τραύματα, γιὰ νὰ ζητήση ἐξόφλησι τῶν χρεῶν.
Ὁ Γρηγόριος Θεολόγος 328-391 λέγει στὸ «Ἐγκώμιό του», ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος «ἦταν πλαγιασμένος, ἔπαιρνε τὶς τελευταῖες του ἀνάσες καὶ τὸν ἐπιζητοῦσαν οἱ χοροὶ τῶν Ἀγγέλων, τοὺς ὁποίους καὶ αὐτὸς ἔβλεπε… Ἀφοῦ δὲ τέλος εἶπε, «στὰ χέρια σου παραθέτω τὸ πνεῦμα μου», ξεψύχησε χωρὶς νὰ ἀντιδράση πρὸς τοὺς Ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι τὸν παρέλαβαν» (Migne PG 36,600D- 601A).
Στὸ δὲ ἐγκώμιο στὸν ἀδελφό του Καισάριο λέγει. «Πείθομαι στὰ λόγια τῶν σοφῶν. Ὅτι κάθε ψυχὴ καλὴ καὶ ἀγαπῶσα τὸν Θεό, μόλις λυθῆ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ σώματος καὶ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὰ γήϊνα, ἀμέσως ἀντιλαμβάνεται καὶ βλέπει τὸ ἀγαθὸ ποὺ τὴν ἀναμένει. Ἀφοῦ ἔχη καθαρθῆ ἀπὸ τὸ ὑλικὸ ποὺ τὴν σκότιζε, ἢ τὸ ξεφορτώθηκε, ἢ δὲν ξέρω τὶ ἄλλο πρέπει νὰ πῶ. Εὐχαριστιέται τότε ἀπὸ μιὰ θαυμάσια ἡδονὴ καὶ ἀγάλλεται καὶ πορεύεται γαλήνια πρὸς τὸν Θεό της, ἀφοῦ ἀπέφυγε σὰν ἀπὸ φυλακὴ τὸν ἐπίγειο βίο καὶ ἀποτίναξε τὶς χειροπέδες μὲ τὶς ὁποῖες ἦσαν ἁλυσοδεμένη…» (ΕΠΕ 6,416-418).
ἀρ.νι.μα.