Η πρόσφατη επίσκεψη ασιατικής αντιπροσωπείας στις εγκαταστάσεις της RGCC, στο Κέντρο Έρευνας Γενετικής του Καρκίνου και στα Εργαστήρια Επιστημονικών Ερευνών της εταιρείας στη Φλώρινα, σε συνέχεια των επισκέψεων στα εργαστήρια της εταιρείας σε Ελβετία και Γερμανία, ανέδειξε τη διεθνή αναγνώριση της δουλειάς της RGCC στον τομέα της ογκολογίας και αιματολογίας.
Ο Δρ. Ιωάννης Παπασωτηρίου, Ογκολόγος – Αιματολόγος, ιδρυτής της RGCC, μιλάει στο True Story Radio για τη σημασία της συνεργασίας με την Ινδονησία και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στον τομέα της υγείας και των προηγμένων θεραπειών, αναδεικνύοντας μια σειρά δυσλειτουργιών στη χώρα μας που δεν επιτρέπουν τη διάθεση προηγμένων θεραπειών σε ασθενείς.

Συνεργασία με τη Νοτιοανατολική Ασία: Ευκαιρίες και προοπτικές
Η επίσκεψη των Ασιατών επιστημόνων και εκπροσώπων κρατικών και επιχειρηματικών φορέων στις εγκαταστάσεις της RGCC στη Φλώρινα, ήταν ο τελευταίος σταθμός μετά την επίσκεψη στις εγκαταστάσεις της εταιρείας στην Ελβετία και τη Γερμανία. Η ομάδα, που περιλάμβανε τον Πρύτανη και την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Hasanuddin από το Makassar της Ινδονησίας, εκπροσώπους του Υπουργείου Υγείας της Ινδονησίας και του κορυφαίου Ομίλου Υγείας Sinar Mas, επισκέφθηκε τα εργαστήρια της RGCC για να δει από κοντά τη δουλειά που γίνεται στη διάγνωση και ανάπτυξη νέων θεραπειών για τον καρκίνο.
Ο Δρ. Παπασωτηρίου εξήγησε ότι ο στόχος της συνεργασίας είναι να δημιουργηθεί αμοιβαίο όφελος και να επιταχυνθεί η ανάπτυξη νέων φαρμάκων, κάτι που θα επηρεάσει θετικά την υγεία των ασθενών.
Η ασιατική αντιπροσωπεία διαπίστωσε πως η RGCC εστιάζει στη σύζευξη της κλινικής εμπειρίας με την έρευνα στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων κατά του καρκίνου, έργο που επιτυγχάνεται στα εργαστήρια βιοεπιστημών της Ελβετίας και της Γερμανίας, ενώ τα κλινικά δεδομένα που παράγονται στις εγκαταστάσεις των ελληνικών εργαστηρίων επιταχύνουν τις ερευνητικές διαδικασίες. Ο στόχος είναι ένας: η επιτάχυνση των διαδικασιών στην ανάπτυξη αποτελεσματικών φαρμάκων.

Η πρόοδος στη φαρμακευτική έρευνα και οι δομικές αγκυλώσεις της Ελλάδας
Μιλώντας για την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, ο Δρ. Παπασωτηρίου αναφέρθηκε στα πολλά κενά που υπάρχουν στην πρόσβαση στις νέες εγκεκριμένες θεραπείες για τους Έλληνες που πάσχουν από σοβαρές ασθένειες. Πρόκειται για έναν μεγάλο αριθμό ασθενών στη χώρα μας. Ανάλογα κενά σημειώνονται και στις διαδικασίες των μεταμοσχεύσεων.
Ειδικότερα, σημείωσε πως η Ελλάδα ανήκει μαζί με χώρες της τέως ανατολικής Ευρώπης, στο σύνολο χωρών της Ε.Ε. που δεν εναρμονίζονται με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και τους κανονισμούς. Μιλώντας για τις προηγμένες κυτταρικές θεραπείες, εξήγησε πως παρόλο που οι πρωτοπόρες χώρες που θέσπισαν τις πρώτες προηγμένες θεραπείες θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρότυπα οργάνωσης τέτοιων διαδικασιών, στη μερίδα των χωρών που ανήκει η Ελλάδα, δυστυχώς, ακόμη και σήμερα οι κανονισμοί και οι οδηγίες αυτές δεν εφαρμόζονται στην πράξη, καθώς υπάρχουν τραγικά κενά στο νομοθετικό πλαίσιο.
«Ο κανονισμός 1394/2007 που καθορίζει τις προηγμένες θεραπείες δυστυχώς δεν μπορεί να εφαρμοστεί, άρα τα προϊόντα που είναι αδειοδοτημένα από την ΕΕ, δεν μπορούν να διατεθούν στην Ελλάδα. «Δεν είναι διαθέσιμες στην Ελλάδα οι περισσότερες θεραπείες που θα μπορούσαν να δώσουν λύση σε αιματολογικές νεοπλασίες και παθήσεις, γενετικές και ογκολογικές ασθένειες» αναφέρει ο Δρ. Παπασωτηρίου.

Νομοθετικά κενά και έλλειψη κρατικής στήριξης
Ο Δρ. Παπασωτηρίου αναφέρθηκε στη μη εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κανονισμού ο οποίος απαιτεί από τα κράτη-μέλη της ΕΕ να εναρμονιστούν με τις οδηγίες για την “καλή πρακτική κυττάρων και ιστών”. “Η Ελλάδα δεν είναι έτοιμη να εφαρμόσει τους νέους κανονισμούς, που επηρεάζουν όχι μόνο προηγμένες θεραπείες, αλλά και βιοτράπεζες και μονάδες μεταμοσχεύσεων, μονάδες ιστών και κυττάρων”, είπε, προειδοποιώντας για τις νομικές συνέπειες που θα έχει η μη συμμόρφωση.
«Η υγεία των ασθενών δεν είναι πρώτη προτεραιότητα», πρόσθεσε με έμφαση. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα σοβαρό για ασθενείς με θαλασσαιμία και αιματολογικούς καρκίνους, για τους οποίους υπάρχουν θεραπείες εγκεκριμένες από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, αλλά δεν είναι διαθέσιμες στη χώρα μας. Οι Έλληνες ασθενείς αναγκάζονται να ταξιδεύουν σε άλλες χώρες για να λάβουν τη σωτήρια θεραπεία, με αυξημένο κόστος και κινδύνους.
Η έλλειψη σωστού ρυθμιστικού πλαισίου και η γραφειοκρατία αποθαρρύνει τους επιστήμονες και τις εταιρείες να επενδύσουν στην Ελλάδα. Ο Δρ. Παπασωτηρίου αναφέρει ότι η RGCC είχε να αντιμετωπίσει σημαντικές καθυστερήσεις στην αδειοδότηση της εταιρείας στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τη Γερμανία και την Ελβετία, όπου η διαδικασία ολοκληρώθηκε σε λίγες μέρες.
«Αν θέλουμε να αναπτύξουμε τη φαρμακευτική και βιοτεχνολογία στην Ελλάδα, χρειαζόμαστε ένα πιο ευνοϊκό και αποτελεσματικό ρυθμιστικό πλαίσιο. Δεν μπορεί η χώρα να περιμένει άλλες δύο δεκαετίες για να προχωρήσει. Η Ελλάδα χάνει επιστήμονες και επενδύσεις, ενώ άλλες χώρες επεκτείνουν τις εγκαταστάσεις τους και μας αφήνουν πίσω», σημείωσε με έμφαση τονίζοντας πως στα βιοεργαστήρια της RGCC στο εξωτερικό εργάζονται σήμερα πάνω από 50 επιστήμονες συνολικά, θέσεις εργασίας που χάνονται από την Ελλάδα.
Ερωτηθείς στο κατά πόσο καινοτομεί η χώρα μας στο σκέλος της φαρμακευτικής τεχνολογίας, ο Δρ. Παπασωτηρίου απάντησε πως η χώρα μας παράγει γενόσημα, μη καινοτομώντας στη φαρμακευτική τεχνολογία, λόγω νομοθετικών κενών και ελλείψει υποστηρικτικού πλαισίου.
Ο ίδιος ο Δρ. Παπασωτηρίου είχε αναφερθεί στο παρελθόν στην προοπτική δημιουργίας Παθολογικής Ογκολογικής Κλινικής στη Φλώρινα, λέγοντας ουσιαστικά πως ανάλογες επενδύσεις μπορούν να προχωρήσουν σε χώρες που οι επιστήμονες δεν θα έχουν απέναντί τους φορείς ή μηχανισμούς, αλλά αντίθετα θα παρέχουν όλα τα εχέγγυα.
Προβλήματα στη διάθεση προηγμένων θεραπειών στους Έλληνες ασθενείς
Για τα προβλήματα στη διάθεση των εγκεκριμένων προηγμένων θεραπειών σε Έλληνες ασθενείς, ο Δρ. Παπασωτηρίου ήταν αφοπλιστικός, καθώς η επίσημη θέση του ΕΟΦ είναι πως λόγω έλλειψης νομοθετικού πλαισίου, οι προηγμένες θεραπείες δεν μπορούν να είναι διαθέσιμες στη χώρα μας. Αν και έχουν λάβει τις απαραίτητες αδειοδοτήσεις, καμία από τις διαθέσιμες φαρμακευτικές θεραπείες δεν έχει μέχρι σήμερα εφαρμοστεί στη χώρα μας.»
Ο αντίκτυπος για τους Έλληνες ασθενείς είναι τεράστιος. Όπως αναφέρει ο Δρ. Παπασωτηρίου: «Μέχρι και σήμερα οι Έλληνες ασθενείς παραμένουν αποκλεισμένοι από προηγμένες θεραπείες, στερούνται ίσης μεταχείρισης σε σχέση με άλλους Ευρωπαίους ασθενείς, παρά τη διαθεσιμότητα 19 προηγμένων φαρμάκων για καρκίνο, θαλασσαιμία και άλλες σοβαρές νόσους.
Στα δεκαεννέα προηγμένα φάρμακα και θεραπείες εγκεκριμένα από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, περιλαμβάνονται οκτώ που αφορούν ασθενείς με αιματολογικούς καρκίνους και μελάνωμα, αλλά και φάρμακο το οποίο υπόσχεται οριστική θεραπεία για τα άτομα με β-θαλασσαιμία/μεσογειακή αναιμία, νόσος στην οποία η Ελλάδα κατέχει «αρνητική πρωτιά», καθώς έχει το υψηλότερο ποσοστό θαλασσαιμικών ασθενών στην Ευρώπη.
Είμαστε η χώρα στην Ευρώπη με το μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών με β-θαλασσαιμία και, παρότι υπάρχει φάρμακο το οποίο προσφέρει θεραπεία, επιλέγουμε να υποβάλλονται οι ασθενείς αυτοί σε μεταγγίσεις κάθε 20 ημέρες και αποσιδηρώσεις, με κάποιους να υποβάλλονται σε ακόμη μεγαλύτερη ταλαιπωρία με μεταμοσχεύσεις μυελού και ό,τι αυτό συνεπάγεται για το υπόλοιπο της ζωής τους. Άλλη προηγμένη θεραπεία, αφορά στο μελάνωμα, μία μορφή καρκίνου του δέρματος, συχνή, με πολλά περιστατικά στη χώρα μας τα οποία λόγω της αρνητικής επίπτωσης της κλιματικής αλλαγής, θα αυξάνονται.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όσοι Έλληνες ασθενείς επιθυμούν να έχουν πρόσβαση στις θεραπείες αυτές, να χρειάζεται να απευθυνθούν σε ιατρικά κέντρα του εξωτερικού — εφόσον φυσικά λάβουν τη σχετική ενημέρωση και έχουν την οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθούν.»
Ο Δρ. Παπασωτηρίου καταλήγει πως θα πρέπει η χώρα μας να αναρωτηθεί αν θέλει να σώσει το σύστημα υγείας ή τους ασθενείς της, γιατί στην προσπάθεια διάσωσης των ασφαλιστικών ταμείων γίνονται πολλές θυσίες.