Εἶναι καλὸ νὰ δακρύζης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Νὰ θυμᾶσαι τὴν δωδεκάτη ὥρα,
διότι αὐτὴν τὴν ὥρα κατῆλθε ὁ Κύριός μας στὸν ἅδη.
Αὐτὸς ὅταν τὸν εἶδε,
ἔφριξε, τρόμαξε καὶ φρούμαξε.
– Ποιὸς εἶναι αὐτός,
ποὺ κατέβηκε ἐδῶ κάτω μὲ ἐξουσία καὶ δύναμι;
– Ποιὸς εἶναι αὐτός,
ποὺ συνέτριψε τὶς χάλκινες πῦλες μου
καὶ διέλυσε τὶς ἀδαμάντινες κλειδαριές μου;
– Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ οὐρανοκατέβατος
κι ἐνῶ εἶναι σταυρωμένος
δὲν μπορῶ νὰ τὸν παλέψω ἐγὼ ὁ θάνατος;
– Ποιὸς εἶναι αὐτός,
ποὺ λύνει τὰ δεσμὰ τῶν φυλακισμένων μου;
– Ποιὸς εἶναι αὐτός,
ποὺ μὲ τὸν θάνατό του κατέλυσε ἐμένα τὸν θάνατο;
Γιαὐτὸ ὀφείλουμε νὰ προσέχουμε τοὺς ἑαυτούς μας κατὰ τὴν 12η ὥρα, καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Κύριο μὲ δάκρυα κατὰ τὸ μεσονύκτιο. Τὸ δάκρυ εἶναι μεγάλη ἀρετὴ καὶ μέγα κατόρθωμα. Μὲ τὰ δάκρυα ἐξαλείφονται μεγάλες ἁμαρτίες καὶ ἀνομίες.
Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ τὴν βεβαιώνει καὶ τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς παρεδόθη στοὺς Ἰουδαίους, ὁ Πέτρος τὸν ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς μὲ ὅρκο πρὶν νὰ λαλήση ὁ ἀλέκτωρ. Ὁ Κύριος στράφηκε καὶ τὸν εἶδε. Θυμήθηκε τότε ὁ Πέτρος τὰ λόγια ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Κύριος, ὅτι «πρὶν νὰ λαλήση ὁ πετεινὸς, θὰ μὲ ἀπαρνηθῆς τρεῖς φορές» (Ματθαίου 26,34), καὶ «ἀφοῦ βγῆκε ἔξω, ἔκλαυσε πικρά» (Ματθαίου 26,75).
Εἶδες τὸ φάρμακο τῶν δακρύων; Εἶδες τὶ μεγάλη ἀνομία καθάρισε; Ποιὸ εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὸ κακὸ τοῦτο; Ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς μὲ ὅρκο τὸν Δεσπότη του. Αὐτὴν λοιπὸν τὴν τόσο μεγάλη ἀνομία τὴν ἔσβυσε μὲ τὰ δάκρυα.
Βλέπεις πόση δύναμι ἔχουν τὰ δάκρυα; Αὐτὰ βέβαια γράφτηκαν γιὰ δική μας διδασκαλία, ὥστε ἀκολουθώντας ἐκείνους νὰ κληρονομήσουμε αἰώνια ζωή.
Ἀσφαλῶς δὲν ἔχουν γενικὰ ὅλοι τὸ χάρισμα τῶν δακρύων, ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν στραμμένο τὸν νοῦ τους πρὸς τὸν οὐρανό. Ὅσοι ξεχνοῦν τὰ ἐπίγεια καὶ δὲν περιποιοῦνται τὴ σάρκα. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀγνοοῦν ὁλότελα ἂν ὑπάρχη ὁ κόσμος. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ νέκρωσαν τὰ γήϊνα μέλη τοῦ σώματός των. Μόνο σαὐτοὺς λοιπὸν χαρίζεται τὸ πένθος τῶν δακρύων.
Αὐτοὶ ἔχοντας καθαρὸ τὸν νοῦ τους καὶ διορατικὴ τὴν πνευματικὴ ὅρασι, ἐνῶ δὲ ζοῦν ἐπὶ τῆς γῆς, βλέπουν τὸν πόνο τῆς κολάσεως καὶ τὰ αἰώνια βάσανα στὰ ὁποῖα κολάζονται οἱ ἁμαρτωλοί. Βλέπουν τὸ αἰώνιο πῦρ, τὸ ψηλαφητὸ σκότος καὶ τὸν κλαυθμὸ καὶ τὸν βρυγμὸ τῶν ὀδόντων.
Συγχρόνως ὅμως βλέπουν καὶ τὰ ἐπουράνια χαρίσματα, τὰ ὁποῖα χάρισε ὁ Θεὸς στοὺς ἁγίους. Βλέπουν τὶς δόξες, τὰ στεφάνια, τὶς ἅγιες στολές, τὰ βασιλικὰ ἐνδύματα, τὶς φωτεινὲς διαμονές τους, τὴν ἀπερίγραπτη ἀπόλαυσι καὶ τὴν αἰώνια ζωή.
Γιατὶ ὅμως δὲν λέγω ἀκόμη τὸ πολυτιμότερο; Εἶναι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Ὅτι δηλαδὴ ὅποιος ἔχει καθαρὸ νοῦ βλέπει τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ μὲ τὰ ἐσωτερικά του μάτια.
Ποιὸς λοιπὸν δὲν θέλει νὰ δακρύση καὶ νὰ πενθήση πνευματικὰ βλέποντας αὐτά; Κλαίει βέβαια καὶ ὀδύρεται, γιὰ νὰ γλυτώση ἀπὸ τὶς φοβερὲς κολάσεις. Κλαίει πάλι καὶ προσεύχεται ἀξιώνοντας νὰ κερδήση ἐκεῖνα τὰ ἐπουράνια ἀγαθά.
Μ. Ἀθανασίου Περὶ Παρθενίας 16-17
ΕΠΕ 11,198-200
ἀρ.νι.μα.
5.2.2021