Ἔτσιας ἀνακοίνουσι ἡ παπαΝικόλας μνιὰ δόσ’ σνἸκκλησιά. Ὅσις φουρὲς ἴλιγι μνιὰ ἀνακοίνουσ’ πάντουτις ἔτσιας τἄλιγι. «Χουργιανοί, ταχιὰ γιουρτάζ’ κάτ’ στοὺ Ζντιάν’ τοῦ Μαναστήρ’, γιουρτάζ’ ἡ Παναγία. Ἡ Παναγία εἶνι ἡ Μάννα μας. Νὰ πααίνουμι ὅλ’ ταχιὰ στοὺ Μαναστήρ’». Ἔτσιας ἀνακοίνουνι κι γιὰ τὰ Ἰξουκκλήσια μας ὅταν πάηνάμι κι τὰ λειτουργούσαμι τ’βδουμάδα τς Πασκαλιᾶς ἀ κι στὰ πανηγύργια τα. Πάηνάμι στοὺν ἉηΛιᾶ, στοὺν ἍγιουΣουτήρου, σν ἉγιουΠαρασκιβὴ κι τοὺ Σαββάτου σνἉγιΚοίμησ’.
Ἔτσ’ γίνκη κι αὐτόϊας. Κι πῶς γίνκη; Ἀκοῦστι του. Μὶ τηλιφώντσι ἰπρουχτὲ 2 Γινάρ’ 2021 ἡ Γιώργους τ’Κουτουλουνικόλα ἀπ’ σιακάτ’ ἀπ’ ‘νἈθήνα. Ἴντους ἰκεῖ χρόνια μὶ τν οἰκουγένειατ’. Κι μὶ λιέι ἡ Γιώργους, ἄκσι νὰ σὶ πῶ. «Ἦταν μνιὰ Μιγάλ’ Παρασκιουβὴ προυΐ. Ἔφτασαν τὰ γράμματα ἰκεῖ ἀπ’ ἡ ψάλτς ἀμπρουστὰ στοὺν Ἰσταυρουμένου ψέλν’ ἰκείνου π’ λέει, «Σήμιρουν κριμᾶτι ἰπὶ ξύλου…». Ἡ πατέραζμ’, ἡ Κουτουλουνικόλας, ἀπ’ ἦταν ψάλτς, ἔψιλνι αὐτόϊας ἀμπρουστὰ στοὺν Ἰσταυρουμένου. Σὶ μνιὰ δόσ’ πιτάχνιτι ἡ παπαΝικόλας κι λιέει, «Χουργιανοί, χάθκι ἕνα σάϊζμα. Ὅπχοιους τοὺ βρῆκι νὰ τοὺ φέρτι».
Τώρα τίνους ἦταν κι πῶς χάθκι δὲν ξέρουμι τν ἱστουρία. Μαναχὰ τοὺ τρανὸ γιγουνὸς ξέρουμι, ἀπ’ χάθκι. Ἰτότι ἕνα σάϊζμα ἦταν τρανὴ ὑπόθισ’. Σκιπάζουνταν τρία τέσσιρα πιδγιά. Σήκουνι κι λέρα. Τοὺ κρατοῦσαν μνιὰ ζουή. Τοὺ ὕφηναν μὶ γδόμαλλου. Εἶχι μκρὲς μάννις κι τςἔραβαν μὶ σακκουράφα. Ἦταν πουλὺ ἀδρύ, σὶ τζουνοῦσι ἡ γδότριχα, ἀλλὰ σκιπάζουνταν μιτιαὐτό. Κι ἅμα τοὖχαν ἀποὺ κάτ’ κι κατουροῦσι κάνα μκρὸ δὲν πάθισκνι κι τίπουτας, τοὺ καλουκαίρ’ θὰ πλένουνταν στοὺ λάκκου.
Ὅλα τὰ σπίτχια ἰτότι εἶχαν σαΐζματα. Κι ἅμα τνάζουνταν πουλὺ τὄστρουναν καταῆς ἀντὶ γιὰ μουκέτα κὶ χαλί πιρσικό! Ὕστιρα μὶ τοὺν πουλιτιζμὸ τὰ πέταξαν ὅλις σιακάτ’, ἢ στοὺ φούρνου. Ἴλιγι ἡ θκόζμας ἡ Τρανός, «ἂχ ἰσεῖς οἱ ἀρχόντσις, ἀρχουντιψέτι μά. Πεταξέτι τὰ σκτίσια ὅλα στς κουπρὲς κι στοὺ φούρνου». Ἅμα κάνα ξιτνάζουνταν πουλὺ τὄφκιαναν σάϊζμα γιὰ τοὺ γουμάρ’ ἢ γιὰ τὰ μπλάργια. Τὄβαναν στὰ καπούλια τοὺ χειμῶνα, γιὰ νὰ τὰ κρατάη ζιστά. Θυμοῦμι σὰν τώραϊά, ὅταν καρδουπουνοῦσι κι οὐγγοῦσι ἡ θκόζμας ἡ Ἀράπς, ἔβρασαν κθάρ’, τὄβαλαν σὶ σάϊζμα κι τοὺν τὄβαλαν ἀποὺ κάτ’ στοὺ μέρους τς καρδιᾶςτ’ κι τὄδισαν ἀπάν στ’ ράχητ’. Κι τοὺ μπλάρ’ συνῆρθι, γίνκη καλά.
Ἡ πατέρας τ’Γιώργου, ἡ Κουτουλουνικόλας 1913, ἦταν πιδὶ τ’Κουτουλουγκουντῆ. Ἅμα σχουρέθκι ἡ πατέραςτ’, ἡ μάννατ’ διφτιρουπαντρέφκι στοὺ Τρανόβαλτου. Ὅμους τοὺν Νικόλα οἱ μπαρμπάδιςτ’ Κουτουλουχαρίσς κι Κουτουλουζιώγας τοὺν κράτσαν κουντάτς, τοὺν ἔμαθαν ράφτ’ κι ὅταν ἦρθι ἡ ὥρα τοὺν πάντριψαν κι τοὺν ἔδουσαν τοὺ μιρίδιουτ’. Ἔρραβι σκτίσια. Σιαὐτὸν ἔμαθι ραφτκὴ κι ἡ Θύμνιους τς Γκουτσιουνουνάτσινας. Ἡ Κουτουλουνικόλας ἔψιλνι σν Ἰκκλησιὰ κι εἶχι γλυκιὰ φουνή. Ὅταν γυρνούσαμι τοὺν Ἰπιτάφιου κάτ’ ἀπ’ τοὺ Τζιαντέ, τοὺ Κουντουλάκ’, τοὺ Καραγάτσ’, τὰ Τζηκάθκα κι πίσου σν Ἰκκλησιὰ ἡ μπαρμπαΝικόλας ἔψιλνι πουλὺ γλυκὰ ἰκείνου π’λιέι, «Τοὺν ἥλιουν κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτῖνας… Δός μοι τούτουν τοὺν Ξένουν…». Σὶ κάθι Μιγάλ’ Παρασκιουβὴ στοὺν Ἰπιτάφιου, ὅπ’ κι νὰ βρέθκα, πάντουτις θυμοῦμαν τοὺν Ἰπιτάφιου στοὺ χουργιὸ κι τοὺν μπαρμπαΝικόλα νὰ ψέλν’ αὐτόϊας τοὺ τρουπάρ’.
Τὶ νὰ πῆς; Μᾶς κυβηρνοῦν οἱ μνῆμις.
Σιφχαριστῶ, ἀ ρὰ Γιώργου. Πόσα θυμήθκαμι!
Ἄει, Θιὸς σχουρέσ’ ὅλ’ τς Τρανοί μας.
Διφτέρα 4Γινάρ’2021
ἀρ.νι.μα.
493 λέξεις