Η στροφή παραγωγής ενέργειας από το λιγνίτη προς τις ανανεώσιμες πηγές είναι ήδη πραγματικότητα.
Αυτό που απομένει, είναι να γίνουν οι κατάλληλες για τη Δυτική Μακεδονία κινήσεις, ώστε αυτή να μη μείνει εκτός νυμφώνος.
Σε συνέντευξη του επικεφαλής της ΔΕΗΑΝΑΝ (ανανεώσιμες), κυρίου Κ. Μαύρου προς την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ διαφαίνονται ξεκάθαρα οι στόχοι και οι στρατηγικές που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη, ή αυτών που διανήθηκε ήδη το πρώτο χιλιόμετρο ενός μαραθωνίου.
Μέχρι στιγμής, η προς σύσταση κοινοπραξία της ΔΕΗΑΝΑΝ με τη γερμανική RWE στοχεύει στην ανάπτυξη έργων στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας της τάξης έως 2GW, με τα έργα ύψους 1GW να ξεκινούν μέσα στο 2022.
Αυτά είναι τα καλά νέα, τα οποία ορισμένοι βλέπουν ως κακά νέα καθώς είναι αντίθετοι προς τις ανεμογεννήτριες για ένα πλήθος λόγων.
Τα ανησυχητικά νέα για το ρόλο που ενδέχεται να διαδραματίσει η Δυτική Μακεδονία στην παραγωγή ενέργειας είναι ότι δόθηκε εκκίνηση και διανήθηκε το πρώτο χιλιόμετρο από γιγαντιες Ευρωπαϊκές εταιρίες κατασκευής παράκτιων ή και πλωτών αιολικών πάρκων. Φυσικά, όλα αυτά θα συμβούν στο Αιγαίο και στα νησιά του. Όχι, όμως, στη Δυτική Μακεδονία. Πρώτος στόχος της κυβέρνησης, η παραγωγή από αυτά τα μελλοντικά αιολικά πάρκα ενέργειας της τάξης των 2GW, μέχρι το 2030. Ισοφάριση δηλαδή του στόχου παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για τη Δυτική Μακεδονία.
Τα κακά νέα είναι πως ήδη καθορίστηκαν οι περιοχές ενδιαφέροντος, σύμφωνα και με δήλωση της γ.γ. Ενέργειας Α. Σδουκου, η χαρτογράφηση αφορά, όπως είναι φυσικό, τις ελληνικές θάλασσες.
Τα ακόμη πιο ανησυχητικά νέα για τη νέα διαμορφούμενη ισορροπία στην παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ είναι πως το δυναμικό των παράκτιων χαρτογραφημενων περιοχών φθάνει τα 10GB, ενώ το δυναμικό των πλωτών αιολικών πάρκων αγγίζει μέχρι και τα 40GW.
Στο δια ταύτα, υπάρχει ορατός στόχος η παραγωγή ενέργειας από αιολικές πηγές να μετατεθεί στο Αιγαίο οπότε, ίσως αντί φορείς και κάτοικοι να πολεμούν την παραγωγή ρεύματος από ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά πάρκα, μήπως είναι πιο ελπιδοφόρο για την περιοχή να διεκδικήσει το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό και αντισταθμιστικά οφέλη, για τώρα και για το μέλλον καθώς, ήδη μετά την απολιγνητοποίηση, η Δυτική Μακεδονία κινδυνεύει να βρεθεί εκτός νυμφώνος