-Κι εγώ σου λέω, Κάκκο, πως ο άνθρωπος πρέπει πάντα να προσπαθεί!
-Ναι, βρε Χαμπό, να προσπαθεί, αλλά να γίνεται και κάτι, στο τέλος. Να μη του μένει μόνο η προσπάθεια!
-Ας κάνει ο καθένας την προσπάθεια του και μετά να γυρεύει πράματα. Κατάλαβες που το πάω;
-Κατάλαβα, δεν είμαι και κανένας ντρουρντουβάκης. Και σε ρωτάω. Μήπως εγώ δεν προσπάθησα στη ζωή μου αρκετά;
-Όχι. Δε θέλω να πω αυτό. Το ξέρω, ειδικά εσύ και άλλοι, προσπαθήσατε αρκετά. Δε λέω…
-Δε λες, δε λες, αλλά να που λες. Για ποιους λες, δηλαδή, για να καταλάβω.
-Λέω, βρε Κάκκο, για όσους τα περιμένουν έτοιμα. Που δεν κουνάνε το χέρι τους να κάνουν κάτι.
-Ωραία! Κι ας πούμε πως είν’ κι αυτοί. Κ ας πούμε πως δίκαια δεν τα καταφέρνουν αυτοί. Εμείς όμως, που άλλο από προσπάθεια δε γνωρίσαμε στη ζωή μας, γιατί μετά από τόση προσπάθεια να είμαστε στον πάτο;
-Γιατί; Γιατί, η ζωή είν’ άδικη. Γι’ αυτό?, Κάκκο.
-Το ίδιο λέμε, λοιπόν! Δε φτάνει να προσπαθείς. Δε πα να φουρλουντάς απ’ το πρωί ως το βράδυ, να κάνεις δυο και τρεις δουλειές. Μπορεί να μη φτάνει αυτό!
-Σωστά, Κάκκο. Αλλά τι να κάνεις; Μήπως να εγκαταλείπεις; Για πες εσύ, αλλιώς τι να κάνεις;
-Αλλιώς, Χάμπο…ας σταθώ τυχερός. Χάθηκε να σταθώ τυχερός;
-Άαα, δηλαδή ζητάς να σε πέσουν χρήματα από τον ουρανό.
-Μπράβο, Χάμπο. Αυτό. Χρήματα ουρανοκατέβατα! Βαρέθηκα να προσπαθω. Τώρα θέλω, ξαφνικά, να με πέσουν τα χρήματα από τον ουρανό. Νταγκ, ίσα στο κεφάλι μου.
-Τι λες, Κάκκο; Δηλαδή πως να γίνει αυτό; Για πες!
-Πως; Να με τύχει το Τζόκερ. Θέλω να με τύχει το Τζόκερ και να είν’ και αρκετά!
-Άαα, δε σε φτάνει να σε τύχει, θες να είν’ και πολλά!
-Μα και στα μασλάτια παζάρια θα κάνουμε, βρε Χάμπο;
-Αν το πας έτσι, τότε αλλάζει…
-Όχι. Το λέω αληθινά, Χάμπο. Γιατί δηλαδή, σάμπως και δεν παίζω Τζόκερ; Παίζω. Ένα ταλληράκι κάθε βδομάδα.
-Και το πιστεύεις σοβαρά αυτό που λες τώρα;
-Γιατί σε φαίνεται παράξενο, Χάμπο; Εδώ σ’ όλη μου τη ζωή πίστευα πως άμα κουραστώ, δουλέψω, ζοριστώ, στο τέλος θα κάνω λεφτά!
-Έεε και;
-Έεε, πες εσύ. Ξες να έκανα σάμπως λεφτά;
-Απ’ όσο ξέρω, μάλλον όχι…
-Λοιπόν άμα πίστευα πως θα με πέσει το Τζόκερ, όλα αυτά τα χρόνια…άμα το πίστευα δυνατά, μπορεί και να με είχε πέσει! Μπορεί και να τα είχα καταφέρει. Έτσι λέω. Πες εσύ;
-Τι να πω κι εγώ; Δεν ξέρω.
-Εσύ δεν ξέρεις, αλλά ξέρω εγώ! Εγώ, τώρα πια, θέλω να με πέσει το Τζόκερ. Αχ, βρε Χάμπο, και να μ’ έπεφτε το Τζόκερ, λέει…Να δεις μετά, ζωή χαρισάμενη, να δεις!
-Ναι. Σωστά. Αρκεί να τ’ αντέξεις μόνο, Κάκκο…
-Τι λες βρε ζεβζέκη; Άκου δε θα τ’ αντέξω, λέει. Γιατί;
-Οχι λέω, γιατί όπως το ζήτησες, άμα σε πέσουν από τον ουρανό τόσα λεφτά, νταγκ, πάνω στο κεφάλι σου, μπορεί και να σ’ αφήσουν στον τόπο!