Γράφει ο Γιάννης Μπερτζοβίτης
Ακόμα μια νύχτα που η ανία κερνάει σφηνάκια στη βαρεμάρα, ανταλλάσουν απόψεις για την τέχνη του ευ ζην και επιχειρηματολογούν για το αν είναι καλύτερο να κρατάς την άκρη του κομματιού της πίτσας για το τέλος.
Άλλη μια νύχτα που η γκόνζο δημοσιογραφία θέλει να γευτεί το θρίαμβο και δεν ξέρω αν θέλω να ακούσω Robert Rich ή David Sylvian.
Aκόμα μια νύχτα που οι σκέψεις διαδέχονται η μια την άλλη και δεν μπορώ να αποφασίσω αν θέλω να πάω για τσίπουρα, αν θέλω να διαβάσω ή να κάτσω να γράψω κανα άρθρο με μπόλικα insights πάνω στις συνεντεύξεις.
Μα αυτή τη νύχτα η ανία θέλει ουίσκι και η βαρεμάρα τεκίλα και έτσι το όμορφο αυτό παρεάκι διαλύεται και στρώνομαι να γράψω κάτι.
Καθαρίζω το λαιμό σαν έχω να μιλήσω σε κοινό που μασουλάει πατατάκια με γεύση ρίγανη, ανυψώνω την πτυσσόμενη καρέκλα με στομφώδη έπαρση και γράφω τα παρακάτω:
“..Οι συνεντεύξεις – οι καλές συνεντεύξεις ενοοώ- δεν είναι και δεν ήταν ποτέ κάτι εύκολο.
Δεν είναι και δεν ήταν ποτέ η απλή μεταφορά μιας συζήτησης στο χαρτί.
Πρέπει να είναι κάτι ζωντανό, κάτι που πάλλεται μπροστά στα μάτια σου, κάτι που τη γνώση που σου έδωσε θα θες να τη μεταδώσεις, κάτι που δε θα παρατήσεις έπειτα απο το διάβασμα δυο σειρών με ένα μακρύ και παρατεταμένο χασμουρητό..
Κάτι πο…”
Ήχοι με επίκεντρο την κουζίνα με διακόπτουν από την συγγραφή του παραπάνω αριστουργήματος. Οι σκέψεις κινούνται πλέον σε ρυθμό βαδίσματος ενός όχι και τόσο αθλητικού σαλιγκαριού και ο αριστερός μου ώμος ανασηκώνεται για να αποδώσει τιμή στη ρήση του Κικέρωνα πως μόνο όταν είσαι μόνος είσαι λιγότερο μόνος.
Οπλίζομαι με θάρρος και τσαμπουκαλίκι καθώς και με ένα τόμο παλιάς εγκυκλοπαίδειας, γιατί ως γνωστόν η γνώση είναι δύναμη και πηγαίνω να ελέγξω ποιός αλητάμπουρας πλιατσικολογεί το επιμελώς οργανωμένο και απαστράπτον ψυγείο μου και πειράζει τα τετζερέδια μου. Με κινήσεις που θα τις ζήλευαν ακόμα και οι πιο έμπειροι νίντζα, βρίσκομαι στην κουζίνα αδυνατώντας να πιστέψω αυτό που βλέπω μπροστά μου και σαν φυσικό επακόλουθο ο τόμος της γνώσης και της δύναμης μου πέφτει απο τα χέρια.
Ένας μεσόκοπος κύριος ντυμένος με μιαν αρχαία ρωμαική τήβεννο στην απόχρωση του μωβ κρατάει ένα αβγουλάκι – το δικό μου αβγουλάκι- στα χέρια και με κοιτάει στα μάτια λέγοντας μου: “..ποτέ μα ποτέ, η Φύση δεν είναι κατώτερη της Τέχνης..”
“Ποιός είστε, κύριε; Τι κάνετε στην κουζίνα μου;” ρωτώ.
“Επιτρέψτε μου να συστηθώ..”, μου απαντά, ” με λένε Μάρκο Αυρήλιο Αντωνίνο και ήμουν αυτοκράτορας της Ρώμης” συνεχίζει, αφήνοντάς με εμβρόντητο να αναρωτιέμαι αν κοιμάμαι ή αν τα φρένα μου βρίσκονται σε έντονες υπαρξιακές αναζητήσεις.
Μαντεύοντας την κατάσταση που επικρατούσε στο μυαλό μου τη στιγμή εκείνη, ο αυτοαποκαλούμενος emperor της Ρώμης με κοιτάει συγκαταβατικά και με κατανόηση που ούτε μπάρμαν μετά το πεντηκοστό σφηνάκι μπορεί να σου δείξει και αφήνει να ακουστούν τα παρακάτω λόγια: “Το πνεύμα σου θα διαμορφώνεται πάντα σε συνάρτηση με τις ενδόμυχες σκέψεις σου και η ψυχή σου θα χρωματίζεται απο αυτές”.
Σίγουρα ο τηβεννοφόρος κυριούλης είναι διαβασμένος, μα εγώ ακόμα μπερδεμένος αναρωτιέμαι αν με έχει πάρει ο ύπνος ή αν άνοιξε μια ρωγμή στην μεμβράνη που συγκρατεί την ύλη, που τα ανθρώπινα ρολόγια θεωρούν πεπερασμένη και κάτι που ξεπερνά την καρτεσιανή μου παιδεία, θέλει να μου χαμογελάσει ή ακόμα και να μου μάθει μια συνταγή.
Αποφάσισα να συνεχίσω να ζω το βράδυ αυτό σαν το απόλυτο σουρρεαλιστικό και αλληλεπιδραστικό όνειρο, σαν μια εμπειρία που πρέπει να βιωθεί γιατί μάλλον έχει κάτι να με διδάξει, ίσως ακόμα και να μου δώσει και παραπάνω ιδέες για το προαναφερθέν άρθρο για τις συνεντεύξεις. Με brainstorming ακόμα λέω στο κύριο που κραδαίνει το αβγό μου πως με λένε Γιάννη και δεν μπορώ να εξηγήσω λογικά αυτό που συμβαίνει και μου φαίνεται τουλάχιστον παράλογο να μιλάω σε έναν απο αιώνες πεθαμένο αυτοκράτορα.
Ξανά με κατανόηση ο επισκέπτης μου χαμογελά και απαντά: “Γιάννη, σκέφτεσαι πολύ και το φορτώνεις το μυαλό σου μα να θυμάσαι πάντα πως δεν χρειάζονται πολλά πράγματα για να κάνουν τη ζωή ευτυχισμένη”.
Βάζω να πιω ένα ποτάκι κερνώντας και το Μάρκο ένα μπας και ανοίξουν τα φράγματα της λογικής και μπορέσω να δεχτώ το σουρεάλ μεγαλείο στο οποίο η ύπαρξη μου είναι παρούσα αυτό το βράδυ.
Με το αλκοόλ να με χαλαρώνει μου έρχεται η σκέψη πως, αν όντως έχω απέναντί μου το Μάρκο Αυρήλιο, είμαι τυχερός γιατί μπορώ να ρωτήσω σχεδόν τα πάντα το σοφό αυτό άνθρωπο.
Να τον ρωτήσω ποιο το βαθύτερο νόημα των πάντων, με τι αξίζει να ασχοληθεί κανείς, αν όντως υπάρχει ρομαντικός έρωτας, τι είναι αλήθεια και πεπρωμένο και δύναμη.
Να τον ρωτήσω αν όντως υπάρχει μοναξιά στην κορυφή του αυτοκρατορικού θώκου, αν οι ίντριγκες και τα πάθη είναι απλά μια προσπάθεια τον ανθρώπων να γεμίσουν το κενό που τους πληγώνει, αν πρέπει να βρισκόμαστε σε μια αέναη τριβή με το περιβάλλον, αν του άρεσε ο Ράσελ Κρόου στο Μονομάχο.
Έτσι με μια ξαφνική έκρηξη τρυφερότητας ανασκουμπώνομαι, ανάβω το μάτι να του κάνω αυγόφετες, να του ψήσω μπέηκον και να κερδίσω λίγο χρόνο ακόμα για να σκεφτώ τι άλλο να τον ρωτήσω.
Βλέποντας την αλλαγή μου στη συμπεριφορά και τη διάθεσή μου, χαμογελά και με κερνά λίγη σοφία ακόμα λέγοντας μου πως: “τίποτα δεν έχει τόση δύναμη στο να βοηθά να διευρύνεται το ανθρώπινο πνεύμα, απο την ικανότητα του να ξεδιαλύνουμε με ειλικρίνεια όλα αυτά που προέρχονται από την παρατήρηση της ζωής”.
Βγάζω την κρεπιέρα απ’ το ντουλάπι, ανάβω το φούρνο να ψήσω μελιτζάνες και τρίβω παρμεζάνα, για να τον ευχαριστήσω για την ηρεμία που μου δίνουν οι ρήσεις του, βλέποντας να τρώει με ευχαρίστηση μια αγγουροντομάτα.
Μυρίζοντας το ελαιόλαδο στη σαλάτα χαμογελά μακάρια και αναφωνεί με πάθος: “Αυτός που ζει σε αρμονία με τον εαυτό του, ζει σε αρμονία με το σύμπαν..”.
Η παραπάνω δήλωσή μου προξένησε μια διάθεση αλαζονείας και έπαρσης γιατί δεν είναι καθημερινό φαινόμενο της ζωής μου να εμπνέεται ένας των μεγάλων στωικών φιλοσόφων πάνω απο τα πιάτα μου.
Μια διάθεση φιλοδοξίας ίσως.
Μιας φιλοδοξίας που γέμισε το μυαλό με σκηνές όπου πρωταγωνιστώ σαν άνθρωπος εξουσίας και κύρους, σαν κυβερνήτης γαλέρας, σαν νομπελίστας ποιητής, σαν ένα σύμβολο αποδοχής και θαυμασμού.
Ο Μάρκος Αυρήλιος με τη φημισμένη διορατικότητά μαντεύει το τι εικόνες προβάλλονται στο σελιλόιντ του κεφαλιού μου και διακόπτει την προβολή λέγοντας: “Ένας ενάρετος άνθρωπος συγκρίνει και προσπαθεί να συντονίσει τον εαυτό του με μια ιδέα ανώτερη απο αυτόν, ενώ ένας κακός άνθρωπος με μια ιδέα κατώτερη απο αυτόν. Ο ένας παράγει και αποπνέει έμπνευση και ο άλλος φιλοδοξία”.
Παρατηρώντας πως με έβαλε σε σκέψεις συνεχίζει: “Πόσο χρόνο άραγε να σώζει αυτός που δεν ασχολείται με το τι λέει ή σκέφτεται ή κάνει ο γείτονας του”.
Του χαμογελώ. Με συγκίνησε. Είναι όντως σοφός. Γδέρνει αλύπητα τις καρδιές και τις διάνοιες με τα πιο απλά λόγια.
Δοκιμάζω τις μελιτζάνες -γιατί δεν έχω ξεχάσει ούτε στιγμή ότι πρέπει να τον ταΐσω- και μου φαίνονται πικρές, έτσι ρίχνω στη καυτή τους σάρκα λίγη ζάχαρη που δεν φαίνεται μετά απο λίγο, για να διορθώσω τη γεύση τους.
Παρατηρώντας το τέχνασμά μου αυτό, μου πιάνει το χέρι και γεμάτος έμπνευση μου λέει : “Το κλειδί και το μυστικό κάθε νίκης και επιτυχίας βρίσκεται στην πραγμάτωση αυτού που δεν μπορεί να παρατηρηθεί”.
Παίρνοντας θάρρος των ρωτώ: ” υπάρχει κάτι που δεν παρατηρείς, κάτι που δεν καταλαβαίνεις;;”
“Ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω πως γίνεται κάποιος άνθρωπος που αγαπάει τον εαυτό του περισσότερο από τους άλλους, παρ’ όλα αυτά να δίνει λιγότερη αξία στις δικές του απόψεις και περισσότερη στων άλλων.”
“Ίσως η αδυναμία του κάθε ανθρώπου να ερμηνεύσει το παρόν αντλώντας γνώση απο το παρελθόν και ο βαθύτερος φόβος του για το μέλλον να είναι οι αιτίες που τον κάνουν να δίνει τόσο πολύ σημασία στις απόψεις των άλλων”, ανταπαντώ περιμένωντας με λαχτάρα την αποκριση του.
“Κοίταξε πίσω στο παρελθόν και στις αυτοκρατορίες που αυτό κουβαλά στις πλάτες του, που κάποτε μεσσουραννούσαν και κατακρημνίστηκαν και θα έχεις μια εικόνα του μέλλοντος”, είπε without a blink of an eye.
“Πρέπει να κοιτάμε δηλαδή ότι έχει χαθεί στην πορεία του κόσμου, να εστιάζουμε στις απώλειες;”, επιμένω να τον ρωτώ σθεναρά.
“Οι απώλειες είναι απλά αλλαγές και οι αλλαγές είναι το καπρίτσιο της Φύσης”, απάντησε αγόγγυστα και συνέχισε ως εξής: “Ο μεγαλύτερος πλούτος που μπορείς να κερδίσεις είναι ο πλούτος που άφησες να χαθεί”.
“Ναι αυτοκράτορα και παλιέ πλανητάρχη, καλά τα λες, αλλά οι αλλάγές και οι απώλειες πονάνε”, τον ρωτώ με μάτια παραπονεμένου κουταβιού.
“Απέρριψε από μέσα σου την ιδέα της οδύνης και δες την να χάνεται μαζί με την αίσθησή της” απαντά και χαμηλόφωνα συνεχίζει: “Δεν μπορεί ποτέ να συμβεί κάτι σε κάποιον άνθρωπο που η φύση δεν τον έχει προικίσει να το αντέξει”.
“Πως κατορθώνεις να είσαι τόσο ήρεμος, έπειτα από τις ίντριγκες της Ρώμης, τα παιχνίδια εξουσίας των αντιπάλων σου, βλέποντας από τόσο κοντά τη μεγαλομανία των ανθρώπων;” αποκρίνομαι με μεγάλη απορία.
“Η καλύτερη εκδίκηση είναι μην γίνεις σαν τους εχθρούς σου”, απαντά και με αποστομώνει.
Ακριβώς όπως ξαφνικά ήρθε στην κουζίνα έτσι άξαφνα μου ανακοινώνει το φευγιό του.
Μου είπε πως χάρηκε που με γνώρισε και θα έχει να το λέει το τρυκ με τη μελιτζάνα.
Τον ρώτησα που θα πάει τώρα και ευγενικά αρνήθηκε να μου απαντήσει.
Θέλοντας να του πω και εγώ κάτι ωραίο αφήνω να μου ξεφύγει αυτό: “..άμα θα πας στη χώρα των σαλιγκαριών, φρόντισε σε παρακαλώ να πάρεις ομπρέλλα μαζί σου”.
Με ένα αλαφρύ μειδίαμα και λίγο πριν τα μάτια μου πάψουν να τον περιγράφουν μου έδωσε τη στερνή του απόκριση: “Η κάθε μέρα και ο κάθε τόπος προσφέρουν τα δικά τους δώρα”.
πηγή: http://www.o-klooun.com