Η εποποιϊα του 1940-41 φανερώνει όλο το μεγαλείο της Ελλάδος και τη σπουδαία συμβολή της στη διατήρηση των παγκόσμιων αξιών. Οι μαχητές του 1940 έγραψαν τις πιο λαμπρές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και άλλαξαν τον ρουν της παγκόσμιας ιστορίας. Δίδαξαν πως η ελευθερία δεν είναι μόνο υπόθεση ενός κράτους, αλλά ολόκληρης της ανθρωπότητας. Και έτσι προκάλεσαν το θαυμασμό της παγκόσμιας κοινότητας.
Ο ίδιος ο Χίτλερ εντυπωσιασμένος από την κατανίκηση των ιταλικών δυνάμεων και την απόρριψη της πρότασής του για συνθηκολόγηση λίγο πριν εισβάλει στη χώρα, αισθάνθηκε το ηθικό χρέος να αναγνωρίσει: « Χάριν της ιστορικής αλήθειας οφείλω να ομολογήσω ότι εξ όλων των αντιπάλων του Άξονα, μόνον ο Έλλην στρατιώτης επολέμησε με παράτολμον θάρρος και υψίστην περιφρόνησιν προς τον θάνατον.»
Ο Πρωθυπουργός του Καναδά Μακένζυ Κίνγκ μετά τις ελληνικές νίκες στα βορειοηπειρωτικά χώματα τηλεγράφησε σχετικά: «Καθ’ ήν στιγμήν η κοιτίς του ευγενεστέρου πολιτισμού που εγνώρισεν η ανθρωπότης, η χώρα εις την οποίαν οφείλουμε ό,τι καθιστά την ζωήν ανωτέραν και ωραιοτέραν υφίσταται τοιαύτην επίθεσιν, όλων των αληθινών ανθρώπων η θέσις είναι παρά το πλευρόν της και υποχρέωσίς των είναι να της παράσχουν κάθε βοήθειαν.»
Ο ραδιοσταθμός της Μόσχας στις 27 Απριλίου του 1942 μετέδιδε: «Έλληνες, επολεμήσατε άοπλοι εναντίον πανόπλων και ενικήσατε, μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν είναι δυνατόν να γίνει άλλως, διότι είσθε Έλληνες. Εκερδίσαμε χρόνον διά να αμυνθώμεν. Ως Ρώσοι και ως άνθρωποι σας ευγνωμονούμε.»
Το Έπος του ’40 δεν ήταν ένα θαύμα. Ήταν το αποτέλεσμα επίπονης, συστηματικής και συλλογικής εθνικής προσπάθειας. Η ανδρεία, η αγάπη για την πατρίδα, ο ενθουσιασμός του ελληνικού λαού στο να πολεμήσει σθεναρά και να αποκρούσει τον ιταλικό φασισμό, έκαναν τον γύρο του κόσμου. Οι Έλληνες του ’40 -όσοι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή, αλλά και αυτοί που με οποιονδήποτε τρόπο τους υποστήριζαν – κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τις τεράστιες δυσκολίες και να επιτελέσουν το καθήκον τους. Όλοι είχαν βιώσει το κρύο, τη λάσπη, το χιόνι, τη βροχή, τις ψείρες, τη δίψα, την πείνα και την αναμονή. Στρατιώτες και πολεμικοί ανταποκριτές έδιναν, δίπλα δίπλα, τον καθημερινό τους αγώνα από διαφορετικό μετερίζι. Σε αυτούς ανατρέχουμε σήμερα, στα γραπτά τους, στις εφημερίδες του ’40-’41, προκειμένου να ξετυλίξουμε τον αβέβαιο αγώνα, ο οποίος είχε ξεκινήσει στην Ήπειρο.
Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν την 28η Οκτωβρίου 1940 αποτύπωσαν με συγκλονιστικό τρόπο τις δύσκολες πρώτες ώρες που η πατρίδα καλούσε τους Έλληνες να αγωνιστούν για εκείνη.
Στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα της 16 Νοεμβρίου 1940 διαβάζουμε
«Την είδα να αποχαιρετά το στρατιώτη της και δεν την αναγνώρισα. Τι έγινε η τρομαγμένη γυναικούλα, που δεν είχε άλλη έγνοια παρά το χάδι και τη λατρεία του παιδιού της;
Αποφασιστική, ατάραχη, περήφανη, του έδωσε με γενναιότητα το χέρι, τον φίλησε στο μέτωπο κι ενώ οι γείτονες, συγκινημένοι, εθώπευαν τον φαντάρο, αυτή δεν βρήκε τίποτε άλλο να του πει παρά δύο ξερές λέξεις.
–Καλή νίκη.
Τις είπε με φωνή τραχειά, σα να ήταν θυμωμένη. Ευχή μαζί και προσταγή. Έτσι αδάκρυτη, στάθηκε στο κατώφλι της ώσπου ο φαντάρος χάθηκε στη γωνιά του δρόμου.
Ξαναζεί η Σπάρτη. Δεν πέφτουν σήμερα οι μητέρες στο λαιμό των παιδιών τους, για να τους εμποδίσουν την αναχώρηση. Οι ίδιες τους δείχνουν το δρόμο του καθήκοντος.»
Από το ημερολόγιο του Άγγελου Τερζάκη, αναμνήσεις 1940-1944 18.11/1940
«Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα…»
Γι’ αυτούς τους Έλληνες έχουμε χρέος οι απόγονοι να γιορτάζουμε ουσιαστικά και να τιμούμε την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940. –Εκδηλώσεις τιμής και μνήμης με μία σύντομη περιήγηση στα πεδία των μαχών και επικοινωνία με τους πρωταγωνιστές, μέσα από τις αφηγήσεις και τα Ημερολόγιά τους. Μολονότι ο πόλεμος του 1940 είναι ένας πόλεμος που η περιγραφή του δε χωράει μέσα στα ημερολόγια των πολεμιστών, που η πραγματικότητα δεν είναι δυνατόν να αποτυπωθεί με τις υπάρχουσες γλωσσικές κατασκευές. Ωστόσο, μαχητές, συγγενείς πεσόντων, συγγραφείς, ποιητές και πεζογράφοι, γλύπτες, χαράκτες που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου ή εμπνεύστηκαν από τις σχετικές προφορικές διηγήσεις, με τα ημερολόγια και τα πνευματικά δημιουργήματά τους ζωντανεύουν γεγονότα που συγκινούν, αγγίζουν τις καρδιές, προκαλούν δέος και θαυμασμό.
Ένα από τα πάρα πολλά θα αναφέρουμε, του Άγγελου Βλάχου «Θαμμένοι στο Μνήμα της γριάς»
«Άμα φτάσαμε στο Μνήμα της Γριάς λύσσαγε η χιονοθύελλα. Έπαιρνε το χιόνι, το σκούπιζε, τ’ ανεμοστροβίλιζε, το σκόρπαγε ξανά κάτω, για να το ξαναπάρει και να το πετάξει σαν χτύπημα απάνω μας. (…)
Κι άξαφνα ακούμε ντουφεκιές. Ντουφεκιές που δεν έρχονται από πουθενά, από καμιά μεριά. Τι νάναι; Ιταλοί; Μέσα σ’ αυτό το χαλασμό σκάσανε μύτη οι άτιμοι; Δεν γίνεται. Αμ τότε; Τότε είναι δικοί μας που ρίχνουνε να τους ακούσουμε. Μα πού νάναι; Είναι θαμμένοι. Θαμμένοι βαθιά στο χιόνι που ολονυχτίς έπεσε και τους έθαψε. Η κωνική σκηνή του λοχαγού σκεπάστηκε ολότελα.
Και σκάβομε, σκάβομε, αδιάκοπα και γρήγορα. Σε λίγο φαίνεται ο κώνος της σκηνής, ύστερα φαρδαίνει η τρύπα και μετά ώρα πολλή φτάσαμε στην πόρτα. Πετιέται ένας λοχαγός -ένας Σταματίου. Μοιάζει τρελός.
-Προφτάσετε μωρέ παιδιά! Κοντέψαμε να σκάσομε!
Ο δοιμιρίτης μας ρώταει αν έχει τίποτε να διατάξει.
-Τους ξεθάψατε όλους; ρωτάει ο λοχαγός.
-Δεν ξέρουμε. Ξεθάψαμε τη σκηνή σας κι άλλα πέντε μεγάλα αντίσκηνα.
-Πέντε μόνο; Τρεχάτε σ’ εκείνο το έλατο από κάτω. Κάνετε γρήγορα! Κι άμα ξεσκεπάζετε το αντίσκηνο σκίζετέ το να μπαίνει ο αέρας.
Φωνάζει μέσα στην καταιγίδα για να τον ακούσουμε. Ο αέρας παίρνει τα λόγια του, τα σκορπίζει μέσα στο χιόνι, τα παγώνει μόλις βγουν από το στόμα.
Κι εμείς τρέξαμε όπως μπορούσαμε μέσα στο χιόνι, τρέξαμε στο δέντρο, και σκάψαμε σαν δαιμονισμένοι, σκάψαμε σαν τρελοί, και σκίσαμε τ’ αντίσκηνο να μπει αέρας. Και μπήκε ο αέρας, και βρήκε πεθαμένα κορμιά, δρόσισε χείλια πρησμένα και χάιδεψε δάχτυλα γαντζωμένα στ’ αντίσκηνο που δεν είχαν προφτάσει να τ’ ανοίξουν. Έξι κορμιά παγωμένα, κουλουριασμένα, πέτρινα.
Σ’ ένα άλλο αντίσκηνο, πιο τυχεροί και πιο γνωστικοί, αν μπορείς να πεις γνώση αυτό που κάνανε, τρύπησαν το αντίσκηνο και πέρασαν ένα μάνλιχερ μέσ’ από το χιόνι. Τράβηξαν μια σφαίρα κι ύστερα βγάλανε το κινητό ουραίο. Κι απ’ αυτή την τρυπίτσα της κάννης, την τρυπίτσα των εξίμισι χιλιοστών, όλη νύχτα μπήκε η ζωή σ’ αυτό το παγωμένο σκοτάδι τους.
Ο λίγος αυτός αέρας, ο ελάχιστος, τούς έζησε ώρες κι ώρες κι άμα μπούκωνε η κάννη απ’ το χιόνι τραβούσαν μια σφαίρα και καθάριζε.
Ξέρω πως αυτό εδώ που είπα δεν θα το πιστέψετε. Όμως έτσι είναι. Κι αν ρωτήσεις άλλους που έτυχαν να είναι σ’ αυτό το Μνήμα της Γριάς, τα ίδια θα σου πούνε. Ναι! Ζήσαν άνθρωποι νύχτες ολόκληρες έτσι δα. Με το στόμα κολλημένο στο παγωμένο σίδερο του ντουφεκιού παίρνοντας την ανάσα τους απ’ τα εξήμισι αυτά χιλιοστά. Κι άμα μπούκωνε η κάννη από το χιόνι τραβούσαν μια σφαίρα και καθάριζε.»
Ο πόλεμος του 1940 είναι ένας πόλεμος που άνδρες και γυναίκες συμμετείχαν το ίδιο ενεργά και δυναμικά
Ο Γεώργιος Βλάχος, γιος του Άγγελου Βλάχου στα «Άρθρα του πολέμου 1940-41» γράφει:
«Εις αυτήν την μεγάλην μάχην που άρχισε, μάχην η οποία μας επεβλήθη, έχει σπουδαίαν αποστολήν η γυναίκα, η Ελληνίς. Ενώ πολεμούν οι άνδρες επάνω εις τα βουνά –όσοι άνδρες έχουν την τύχην να φέρουν όπλα- και στέλλουν εδώ ανδραγαθήματα και προελάσεις και νίκας, αι γυναίκες μπορούν απ’ εδώ με την ψυχραιμίαν, το θάρρος και την πνοήν των να κρατούν τον Αγώνα. Χθες ακόμη αι γυναίκες της Πίνδου έδωσαν κάτι περισσότερον από το θάρρος και την πνοήν. Έδωσαν την ζωήν και τα χέρια των. Όταν η 8η Μεραρχία διετάχθη να προελάσει και να καταλάβει ορισμένας διαβάσεις «έστω και χωρίς εφοδιοπομπάς», μαζί με τους γέροντας και τα παιδιά εβγήκαν από τα σπίτια των αι γυναίκες και έφεραν εις τας κορυφάς των ορέων τα πυροβόλα, τα πυρομαχικά, τας οβίδας. Εν ώρα μάχης…»