Το «ιερό ποτήριο» παρέμενε επί πολλές δεκαετίες η ταινία «Καστοριά» του Τάκη Κανελλόπουλου για τους λάτρεις της ελληνικής κινηματογραφίας και των ταινιών τεκμηρίωσης, αφού επρόκειτο για ένα φιλμ χαμένο, που βρέθηκε μέσω ενός δικτύου συλλεκτών.
Χθες στη 1μμ, πολλές δεκαετίες μετά τη δημιουργία της το 1969 και την πρώτη προβολή της, οι πρώτοι θεατές την είδαν στην αίθουσα «Παύλος Ζάννας» του Ολύμπιον στο πλαίσιο αφιερώματος που πραγματοποιεί το 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Ένας καβαλάρης πάνω σε ένα λευκό άλογο αναζητώντας μια νεράιδα «όμορφη σαν μια νύχτα με αστέρια» ξεναγεί το κοινό στην όμορφη πρωτεύουσα του νομού Καστοριάς με τις πολλές βυζαντινές εκκλησίες, τις αγιογραφίες, τα τοπικά προϊόντα, τους ντόπιους κατοίκους, τη θρησκευτικότητά τους κ.α.
Στο τέλος, συνειδητοποιεί ότι δεν θα βρει ποτέ τη γυναίκα που ψάχνει και ότι τελικά εκείνη είναι η ίδια η πόλη.
Πρόκειται για μια μικρού μήκους ταινία (24΄) που ακροβατεί μεταξύ μυθοπλασίας και τεκμηρίωσης, ήταν έγχρωμη, αλλά οι συντελεστές του φεστιβάλ βρήκαν την ασπρόμαυρη κόπια η οποία και προβλήθηκε χθες το μεσημέρι.
Μετά το τέλος της παρουσίασης ακολούθησε η συζήτηση «Καστοριά: Ο ξανακερδισμένος τόπος του Τάκη Κανελλόπουλου».
Στο πλαίσιό της το ενδιαφέρον στοιχείο ήταν ότι δύο νέοι κινηματογραφιστές μίλησαν με λόγια που σίγουρα θα συγκινούσαν τον ίδιο τον Κανελλόπουλο για το πώς συνδιαλέγονται με το έργο αυτό του σπουδαίου Θεσσαλονικιού σκηνοθέτη.
Ο βραβευμένος του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας Νεριτάν Ζιντζιρία τόνισε ότι από πολύ νωρίς οι παραλογές και τα δημοτικά τραγούδια τον τράβηξαν από νωρίς στον κόσμο της ελληνικής επαρχίας, αλλά και πόσο σημαντικό ήταν για εκείνον όταν είδε τον «Μακεδονικό Γάμο» του Κανελλόπουλου. Ως προς την «Καστοριά» τόνισε μεταξύ άλλων: «Με συγκίνησε το πώς αντιλαμβανόταν η κάμερα τον τόπο. Εκεί είδα ότι αρκεί μια ματιά προκειμένου ένα χωριό να υπερβεί τα εγχώρια σύνορα και να συνδιαλλαγεί με τόπους πολύ μακριά από αυτό. Την εμπειρία του τόπου μπορείς να αντιληφθείς με πάρα πολλούς τρόπους. Και στην Καστοριά και στον Γάμο ο σκηνοθέτης φτιάχνει ένα συνονθύλευμα από κινήσεις της κάμερας μέσω τον οποίων ως θεατής επικεντρώνεσαι σε λεπτομέρειες. Αυτό δεν είναι εύκολο πράγμα. Πιθανολογώ ότι σχετίζεται σε συνεργασία με τον τόπο και τον χρόνο. Σήμερα αισθητοποιείται το έθνικ με έναν τρόπο που να είναι αρεστός στον δυτικό κόσμο, με μια γλώσσα ποπ. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν δεν μπορεί να μεταβολιστεί εύκολα η λαογραφική γλώσσα μέσω αυτής της διεργασίας. Έτσι η εθνογραφική πραγματικότητα εκλαϊκεύεται βίαια. Αλλά δεν είναι έτσι. Από την άλλη η αλήθεια δεν είναι μια, αλλά υπάρχουν αληθινά κίνητρα και εδώ ξεχωρίζουν οι ταινίες του Κανελλόπουλου. Δεν χρειάζεται να φορέσει την εθνική φορεσιά σε κάποιον. Πρέπει να βρει κάποιον που τη φοράει ήδη. Η εθνογραφία μας περιμένει να τη σπρώξουμε και να την πάμε ένα βήμα παρακάτω», επεσήμανε μεταξύ άλλων ο δημιουργός.
Από την πλευρά της η επίσης βραβευμένη από το Φεστιβάλ Δράμας σκηνοθέτης Χρυσιάννα Παπαδάκη που ασχολείται αποκλειστικά με τη μυθοπλασία, αλλά καταπιάνεται με την επαρχία, αναρωτήθηκε αν η «Καστοριά» είναι, τελικά, ντοκιμαντέρ ή μυθοπλασία: «Αυτή η ταινία δεν αποτελούσε για εμάς ντοκιμαντέρ. Για μένα η Καστοριά έχει μια αφήγηση και ιστορία. Αν την κάνει μυθοπλασία και όχι ντοκιμαντέρ χρειάζεται μεγαλύτερη σκέψη. Αποτελούσε παραμύθι με έντονες αργές σουρεαλιστικές εικόνες. Είναι ντοκιμαντέρ, αλλά δεν είναι και ρεαλισμός ταυτόχρονα. Όταν την έβλεπα σα να βυθιζόμουν σε άλλο κόσμο. Ταυτόχρονα έχει και κάτι εξώκοσμο. Κάνει ένα είδος αρχείου μιας περιοχής, ενός τόπου, αλλά ταυτόχρονα βγαίνει και εκτός χρόνου. Οι εικόνες της παραπέμπουν σε κάτι μεσαιωνικό, βυζαντινό. Ο μύθος μου έκανε κάτι πολύ διαχρονικό. Θα μπορούσε να είναι σε ένα άλλο μέρος στον κόσμο. Έχει στοιχεία από αυτό σαν μια πλατωνική ιδέα ενός μέρους. Έχει και κάτι λαογραφικό με στοιχεία σουρεαλισμού. Αυτό είναι απίθανο και αποτελεί τη μαγεία του Κανελλόπουλου. Υπάρχει μια προσέγγιση σε θέματα της επαρχίας που νιώθει παρασιτική από τους Αθηναίους που κάνουν ταινία σε μια πόλη. Ο Κανελλόπουλος έχει βαθιά αγάπη για τον τόπο και εκεί θα μου άρεσε να υπάρχει μια ομοιότητα μεταξύ της ‘Αρκουδότρυπας’ της πρώτης μου ταινίας. Χρειάζεται ένας σεβασμός με τη μαγεία της τριβής με τον τόπο και πώς τον αποτυπώνεις.
Πολλοί δημιουργοί πια καταπιάνονται με την επαρχία. Βλέπω μια προσπάθεια της γενιάς μου να δημιουργήσει μια νέα εθνική ταυτότητα που απορρίπτει τις ευρωπαϊκές γενικεύσεις και κοιτάζει λίγο προς τα μέσα. Όταν εμείς μεγαλώναμε και ήμασταν έφηβοι δεν ήταν cool να είμαστε από την επαρχία ή να έχουμε γονείς από την επαρχία».
Η ταινία έγινε το έναυσμα για να σχεδιαστεί από τους επικεφαλής της διοργάνωσης το αφιέρωμα «Γεωγραφία του βλέμματος: Εκτός σχεδίου Ελλάδα (1950-2000)». Για τον τρόπο που ανακάλυψαν την ταινία ως άλλοι «Ιντιάνα Τζόουνς», για τις δυσκολίες του εγχειρήματος, αλλά και για την ουσία του φιλμ, μίλησαν επίσης ο συνεργάτης του διεθνούς προγράμματος του Φεστιβάλ Γιάννης Παλαβός, ο κριτικός κινηματογράφου Μανώλης Κρανάκης και η επικεφαλής του ελληνικού προγράμματος του Φεστιβάλ, Ελένη Ανδρουτσοπούλου.
Στο πλαίσιο του αφιερώματος θα προβληθεί το απόγευμα η τριλογία του Κανελλόπουλου «Μακεδονικός Γάμος», «Θάσος» και «Καστοριά».