Της ρωμιοσύνης τα σκήπτρα κοιτάζεις με μαύρη καρδιά,
πώς ξέπεσαν πάλι σε χέρια μνηστήρων ομηρικών,
που ξέρουν να κλέβουν και να θωπεύουν
παρθένες αξίες και μνήμες φωτιά.
Στου μύθου χορεύεις την ξεγνοιασιά,
με φόντο παλάτια κι αρχόντους, γερμένους σε αγκαλιές,
που λάγνες πατρόνες, τον πλούτο μας παίρνουν
και τις ψυχές.
Ζωή, που σου τάζει αγάπες μεγάλες και μύριες χαρές
βρίσκει τους τρόπους να σε πληρώνει
μ’ επαίσχυντο χρέος , που κάποιοι σου στέλνουν
σαν να ‘σαι λακές.
Νεράιδες λουσμένες, με τ’ άσπρα ντυμένες οι συμφορές
φορέσαν τη γύμνια και βρήκαν σεργιάνι
να εκμαυλίσουν και να σιωπήσουν
τις λίγες φωνές.
Κ’ εμείς, σαστισμένοι κοιτάμε να δούμε στο μέλλον ξανά,
αυτό που πουλήσαν μια δράκα αλήτες
κι αφήσαν στο μάτι ανύποπτο δάκρυ να κλαίει, να καίει
και να κυλά.