Η ενημέρωση των εφήβων σχετικά με την ευμετάβλητη φύση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας μπορεί να αποτρέψει την εμφάνιση συμπτωμάτων κατάθλιψης
Σύμφωνα με μια καινούρια έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Συλλόγου για την Ψυχολογική Επιστήμη Clinical Psychological Science, μια απλή κατάρτιση των εφήβων σχετικά με την ευμετάβλητη φύση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας μπορεί να αποτρέψει την αύξηση των συμπτωμάτων κατάθλιψης που συχνά εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της μετάβασης στο Λύκειο.
Ο David Scott Yeager, ψυχολόγος και επικεφαλής ερευνητής του Πανεπιστημίου του Τέξας, λέει ότι τα ευρήματα είναι σημαντικά διότι αυτές οι μικρές παρεμβάσεις απέτρεψαν με επιτυχία την εμφάνιση συμπτωμάτων κατάθλιψης στους μαθητές Λυκείου. Όμως, ο Yeager προειδοποιεί ότι η παρέμβαση δεν αποτελεί το «μαγικό ραβδί» για την κατάθλιψη και απαιτούνται περαιτέρω πειράματα.
Ο Yeager συνεχίζει λέγοντας: «Μείναμε έκπληκτοι με το γεγονός ότι περνώντας κατά τη διάρκεια μιας σημαντικής μετάβασης (δηλαδή τις πρώτες εβδομάδες του Λυκείου) το μήνυμα πως οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν, αποτρέπεται η αύξηση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης. Το πρόβλημα δεν λύνεται εξ ολοκλήρου, όμως η μέθοδος δίνει πολλές υποσχέσεις, διότι η πρόληψη είναι προτιμότερη από τη θεραπεία όχι μόνο για οικονομικούς λόγους αλλά και επειδή εμποδίζει τον ανθρώπινο πόνο».
Η εφηβεία είναι μια δύσκολη μεταβατική περίοδος κατά την οποία γίνονται αλλαγές στις διαπροσωπικές σχέσεις φιλίας αλλά και την προσωπική υπόσταση του ατόμου. Έρευνες έδειξαν ότι πολλές δια βίου περιπτώσεις μείζονος κατάθλιψης προκύπτουν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Ο Yeager και η μεταπτυχιακή φοιτήτρια και συνεργάτιδα της έρευνας Adriana Sum Miu του Πανεπιστημίου Emory έθεσαν το ερώτημα αν η απομυθοποίηση της πεποίθησης ότι οι κοινωνικές αντιξοότητες παραμένουν σταθερές και αμετάβλητες μπορεί να εμποδίσει τα συναισθήματα απόγνωσης και απελπισίας που ίσως οδηγήσουν τους εφήβους σε κατάθλιψη.
Ο Yeager αναφέρει τα εξής: «Όταν οι έφηβοι νιώθουν ότι οι άλλοι τους απορρίπτουν ή πέφτουν θύματα εκφοβισμού, είναι λογικό να αναρωτιούνται αν είναι αποτυχημένοι ή μη αποδεκτοί. Αν οι έφηβοι μάθαιναν ότι οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν, μήπως αυτές οι σκέψεις θα μειώνονταν; Κι αν ναι, μήπως θα μπορούσαν να αποτρέπουν ακόμα και τα συνολικά συμπτώματα της κατάθλιψης;».
Προκειμένου να το ανακαλύψουν, ο Yeager και η Miu πραγματοποίησαν μια διαχρονική μελέτη παρέμβασης σε περίπου 600 μαθητές Λυκείου από 3 διαφορετικά Λύκεια. Στην έναρξη του σχολικού έτους τον Σεπτέμβριο, οι μαθητές χωρίστηκαν τυχαία για να συμμετάσχουν στη θεραπευτική παρέμβαση ή κάποια παρόμοια δραστηριότητα ελέγχου, αν και φυσικα δεν γνώριζαν την αποστολή της ομάδας. Και οι 2 δραστηριότητες πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της κανονικής περιόδου μαθημάτων και οι συμμετέχοντες χρειάστηκαν μόνο χαρτί ή έναν υπολογιστή. Κανείς στο σχολείο δεν γνώριζε για τον σκοπό και το θέμα των δραστηριοτήτων.
Οι μαθητές που συμμετείχαν στη θεραπευτική παρέμβαση διάβασαν ένα απόσπασμα που περιέγραφε ότι οι προσωπικότητες των ανθρώπων μπορούν να αλλάξουν. Στο απόσπασμα τονιζόταν ότι το να πέσει κάποιος θύμα εκφοβισμού δεν είναι αποτέλεσμα μιας σταθερής, προσωπικής ανεπάρκειας, αλλά ούτε κι αυτοί που εκφοβίζουν τους άλλους είναι «κακοί» άνθρωποι. Μετά το απόσπασμα ακολουθούσε ένα άρθρο σχετικά με την πλαστικότητα του εγκεφάλου και θεωρήσεις από μεγαλύτερους μαθητές. Ύστερα από την ανάγνωση των αποσπασμάτων, οι μαθητές κλήθηκαν να γράψουν τις δικές τους απόψεις για τον τρόπο που μπορεί να αλλάξει η προσωπικότητα προκειμένου να δοθούν μελλοντικά σε άλλους μαθητές.
Οι μαθητές της ομάδας ελέγχου διάβασαν ένα απόσπασμα το οποίο επικεντρωνόταν στην ευελιξία ενός χαρακτηριστικού που δεν σχετίζονταν με την προσωπικότητα: την αθλητική ικανότητα.
Μια επανεξέταση τον Μάιο 9 μήνες αργότερα έδειξε ότι το ποσοστό των συμπτωμάτων κατάθλιψης αυξήθηκε περίπου κατά 39% μεταξύ των μαθητών της ομάδας ελέγχου, σύμφωνα με προηγούμενες έρευνες σχετικά με την κατάθλιψη στην εφηβεία.
Από την άλλη πλευρά, οι μαθητές που ενημερώθηκαν για την ευελιξία της προσωπικότητας δεν παρουσίασαν αύξηση των συμπτωμάτων, ακόμα και αν είχαν πέσει θύματα εκφοβισμού. Τα στοιχεία έδειξαν ότι η παρέμβαση επηρέασε ιδιαίτερα τα συμπτώματα της αρνητικής διάθεσης, τα συναισθήματα της αναποτελεσματικότητας και της χαμηλής αυτοεκτίμησης.
Τα ευρήματα αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά δεδομένου ότι χρειάστηκε λίγος χρόνος και προσπάθεια προκειμένου να πραγματοποιηθεί η συγκεκριμένη παρέμβαση. Ωστόσο, ο Yeager προειδοποιεί ότι τα αποτελέσματα αυτά εγείρουν πολλά καινούρια ερωτήματα:
«Τα ευρήματα επαναλαμβάνονται σε 3 ανεξάρτητα δείγματα, αλλά δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες προέκυψαν τα αποτελέσματα ή αν θα συνεχίσουν να εμφανίζονται και σε μελλοντικές μελέτες. Για παράδειγμα, η παρέμβαση θα μπορούσε να λειτουργήσει εξίσου καλά σε όλους τους φοιτητές; Ποιά συμπτώματα επηρεάζει περισσότερο ή λιγότερο; Υπάρχουν αρνητικές παρενέργειες; Πιστεύουμε ότι ο κατάλληλος συγχρονισμός έχει πραγματική σημασία – αν η παρέμβαση γινόταν λίγους μήνες αργότερα κατά το νέο έτος θα είχε αποτελέσματα; Θα μπορούσε η μέθοδος να εφαρμοστεί στην ιατρική πρακτική; Η αλήθεια είναι ότι δεν διαθέτουμε ακόμα ικανοποιητικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα».