Η Εκκλησία εγγίζει τα δισχιλιοστά γενέθλιά της, τα οποία εορτάζει κατ’ έτος την ημέρα της Πεντηκοστής. Στα μάτια του κόσμου φαντάζει πολύ γηρασμένη. Αρκετοί απορούν πώς ακόμη επιβιώνει, ενώ μάντεις και μελλοντολόγοι είχαν αποφανθεί ότι κατά τον εικοστό αιώνα, τον αιώνα της επιστήμης, θα είχε εγκλειστεί στο μουσείο της ιστορίας. Βέβαια, αν εξετάσουμε επιφανειακά την κατάσταση στις χριστιανικές αποκαλούμενες κοινωνίες, ίσως καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι επαληθεύθηκαν εκείνοι που πρόβλεψαν τη συρρίκνωση της χριστιανικής πίστης. Δεν είναι υπερβολή να γράψουμε ότι οι κοινωνίες αυτές πέρασαν στη μεταχριστιανική εποχή. Η μάχες οπισθοφυλακής που δίνονται, για να αναγνωριστούν ως χριστιανικά τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού ή να αναγράφεται το θρήσκευμα στα δελτία των ταυτοτήτων δεν αποτελούν μαρτυρία πίστεως.
Αν επεκτείνουμε την έρευνά μας σ’ όλη την έκταση του πλανήτη θα διαπιστώσουμε ότι ο απολογισμός είναι ακόμη πιο θλιβερός για τη χριστιανική πίστη. Αν και κατά την πρώτη χιλιετία μετά Χριστόν η πίστη αυτή είχε διαδοθεί σχεδόν σ’ ολόκληρη την Ασία υποχώρησε στη συνέχεια κατά κράτος ακόμη και στην κοιτίδα της, τη Μέση Ανατολή, υπό την πίεση προς εξισλαμισμό των νεοφωτίστων Αράβων. Σε μεγάλη έκταση της Άπω Ανατολής οι θρησκείες που είχαν εκεί την κοιτίδα τους παρέμειναν εδραίες και διατηρούν ακόμη και σήμερα τους πιστούς τους παρά την πολιτιστική επίδραση που δέχθηκαν εκ μέρους της Δύσης ως αποικίες αυτής η, έστω, υπό τον οικονομικό της έλεγχο. Και οι λαοί των χωρών αυτών είναι δημογραφικά ακμαίοι σε αντίθεση προς τους «χριστιανικούς» λαούς, οι οποίοι απειλούνται με αφανισμό, λόγω δημογραφικής γήρανσης, απόρροιας άκρως αντιευαγγελικού βίου. Και ενώ η δημογραφική γήρανση εγγίζει τα όρια της μη αναστρεψιμότητας, η Δύση αντιιμετωπίζει στο έδαφός της πλέον την πρόκληση του Ισλάμ, το οποίο δεν εισβάλει βέβαια στην Ευρώπη, για να απελευθερώσει ιερούς γι’ αυτό τόπους, αλλά για να επικρατήσει επί λαών, τους οποίους θεωρεί διεφθαρμένους και με τους οποίους έχει ανοικτούς λογαριασμούς από τον καιρό των σταυροφοριών, της αποικιοκρατίας αλλά και των προσφάτων οικονομικών πολέμων.
Στην Αμερική ο προτεσταντικός κόσμος στον Βορρά δημιούργησε έναν νέου τύπου «χριστιανισμό», ο οποίος, σε αντίθεση με την αγορά, στην οποία επικρατούν τα μεγαθήρια, έχει κατατμηθεί σε πληθώρα από «μικρομάγαζα», τα οποία αποκαλούνται από τους ιδρυτές και διαχειριστές τους εκκλησίες! Ο αριθμός των προτεσταντικών παραφυάδων εγγίζει τις 25.000 και δεν φαίνεται ο αριθμός αυτός να σταθεροποιείται στο μέλλον. Οι ανερμάτιστοι θρησκευτικά πολίτες των ΗΠΑ μετακινούνται ως πελάτες από «μαγαζί» σε «μαγαζί», προκειμένου να νοιώσουν κάτι διαφορετικό, που θα τους αποσπάσει από την καθημερινή τους πλήξη, όπως ακριβώς κάνουν οι νέοι μας, που αλλάζουν καφετερίες! Στη λατινική Αμερική, όπου το ιθαγενές στοιχείο δεν έχει πλήρως εξοντωθεί από τους φορείς του παπικού πολιτισμού κονκισταντόρες (κατακτητές), προβάλλει πλέον αυτό ως φορέας θρησκείας μείγματος καθολικισμού και αρχαίων ινδιανικών θρησκειών. Αυτούς όμως ο πάπας τους θεωρεί δικούς του και αγωνίζεται να εξαπλώσει την επιρροή του στη σχισματική χριστιανοσύνη της Ανατολής!
Γιατί ο χριστιανισμός γνωρίζει αυτή την συρρίκνωση και πόσο προβλέψιμη ήταν αυτή με βάση την Αγία Γραφή; Ο Χριστός κατά την επίγεια διδασκαλία Του ήταν σαφής και δεν άφησε περιθώριο για παρερμηνεία αυτής. Μίλησε για «μικρό ποίμνιο», καθώς σκοπός του κηρύγματός του δεν ήταν η βέβαια ο σχηματισμός χριστιανικών κοινωνιών. Η κλήση του Χριστού είναι προσωπική, απευθύνεται δηλαδή στον καθένα μας και όχι στην κοινωνία, στην οποία βιώνουμε, ή στον λαό, στον οποίο ανήκουμε. Η Εκκλησία, της οποίας η φανέρωση έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής είναι οικουμενική. Το έδαφος είχε ετοιμαστεί από τους Εβραίους, οι οποίοι είχαν καταφέρει να προσηλυτίσουν ανθρώπους από όλες τις φυλές που συγκροτούσαν τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Σ’ αυτούς μίλησαν στις γλώσσες τους οι Απόστολοι φωτισμένοι από το Άγιον Πνεύμα. Η κλήση προς αποδοχή της νέας πίστεως ήταν κλήση προς υπερεθνική ενότητα των κατοίκων της γης, όπως χαρακτηριστικά τονίζεται στο κοντάκιο της Πεντηκοστής:
Όταν καταβάς τας γλώσσας συνέχεε,
διεμέριζε έθνη ο ύψιστος.
Όταν του πυρός τας γλώσσας διένειμεν
εις ενότητα πάντας εκάλεσε
και συμφώνως δοξάζομεν το Πανάγιον Πνεύμα
Ο Θεός για να τιμωρήσει τους αλαζόνες δομήτορες του πύργου της Βαβέλ σχημάτισε τα έθνη μέσω του γλωσσικού διαφορισμού. H Εκκλησία ως οικουμενική αγκαλιάζει όλους τους λαούς χωρίς όμως να δομεί νέο έθνος, αλλά δηλώνοντας σεβασμό των ιδιαιτεροτήτων εθνών. Η οικουμενικότητα της Εκκλησίας δοκιμάστηκε έντονα με την πάροδο των αιώνων. Εμφανίστηκαν κατ’ αρχάς αιρετικοί και όχι λίγοι, οι οποίοι συντάραξαν το σώμα της Εκκλησίας και διέσπασαν την ενότητά της. Κάποιοι λαοί ορμώμενοι από εθνικά ελατήρια, καθώς δεν ήταν σε θέση να πλήξουν την κεντρική εξουσία της Ρωμανίας (Βυζαντίου) έπληξαν την ενότητα του σώματος της Εκκλησίας αποδεχόμενοι τις αιρέσεις. Είναι εντυπωσιακή η ταχύτατη υποταγή των αιρετικών στην ισλαμική βία. Η εκκοσμίκευση του σώματος μετά την αναγνώριση της Εκκλησίας από την Πολιτεία υπήρξε ραγδαία. Ως υγιής αντίδραση προέκυψε ο μοναχισμός, ο οποίος όμως κατά την εποχή της παρακμής ακολούθησε την εν γένει πορεία του λαού. Οι εξισλαμισμοί, όχι πάντοτε βίαιοι, στην έκταση της Μικράς Ασίας μαρτυρούν τη σημαντική έκπτωση σε θέματα πίστεως.
Στη Δύση το φραγκικό πνεύμα επέτυχε την υποταγή του Βατικανού σε άκρως αντιευαγγελικές θέσεις. Δεν είναι μόνο τα δογματικά ολισθήματα. Είναι και το φεουδαλικό πνεύμα ανελευθερίας, το οποίο μάρανε τον χριστιανισμό της Δύσης. Η διαμαρτύρηση (προτεσταντισμός) στον αντίποδα της ανελευθερίας του Βατικανού οδήγησε κάποιους λαούς στην ασυδοσία όχι μόνο στον χώρο του δόγματος αλλά και των ηθικών εντολών. Τα μύρια όσα εγκλήματα, τα οποία διέπραξε η δυτική χριστιανοσύνη, οδήγησαν στην τελική έκπτωση από τη χριστιανική πίστη (αθεϊσμός).
Η Ευρώπη διατρέχει τρομερό κίνδυνο, τον οποίο δεν αντιλαμβάνεται ναρκωμένη από την αλαζονεία εκ του ότι φαντάζεται ότι επέτυχε ό,τι δεν είχαν επιτύχει οι δομήτορες του πύργου της Βαβέλ: Την χωρίς θεό θέωση. Το Ισλάμ, όπως γράψαμε απειλεί να την αφανίσει και αυτή συνεχίζει να προκαλεί μη αντιλαμβανόμενη ότι πέρασε ο καιρός της μεγαλοδυναμίας της. Ο ορθόδοξος κόσμος άγεται από τους ισχυρούς της χριστιανικής Δύσης και ταλανίζεται από την αντίληψη περί εθνικής Εκκλησίας, η οποία έχασε εν πολλοίς από τον ορίζοντά της την βασική θέση περί οικουμενικότητας. Και όμως η Εκκλησία είναι η μόνη ελπίδα για τον κόσμο. Μάρτυρές της θα κάνουν να ανθίσει στις περιοχές που κυριαρχούν οι παραδοσιακές θρησκείες, ακόμη και οι φανατικές του ισλαμισμού και ινδουισμού. Όσο για την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, όσοι θα θελήσουν να παραμείνουν χριστιανοί, θα προσέλθουν γρήγορα ή αργά στην Ορθοδοξία. Ο Χριστός μας διαβεβαίωσε ότι «Πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής», της Εκκλησίας Του.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»