Μεταξύ των τριών μεγίστων φωστήρων, άστρο αληθινό της ορθοδοξίας είναι ο μέγας Βασίλειος, ο οποίος γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το 330 μ.Χ. και σε ηλικία 49 ετών την 1η Ιανουαρίου του 379 ψιθυρίζοντας το «Κύριε εις χείρας Σου παραθήσομαι το πνεύμα μου». Παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό, το έργο του στην εκκλησία, την ευλογία του στο λαό, τη μνήμη του στην αιωνιότητα, το όνομά του στην Ιστορία του πνευματικού πολιτισμού της λογοτεχνίας, της ορθοδοξίας και του Ελληνικού έθνους τη σφραγίδα του στην ορθόδοξη Θεολογία, το υπέροχο υπόδειγμά του στην εκκλησιαστική υμνογραφία, η οποία προβάλλει ως «του πνεύματος ακηλίδωτον, έσωπτρον», «φως ευσεβείας», «σάλπιγγα της θεολογίας ως κανόνα αρετής», ως στόμα της σοφίας και ως θεορρήμονα και θείο διδάσκαλο της οικουμένης.
Μας καλεί σε ένα αγώνα για την πνευματική μας κάθαρση και αναγέννηση «μιμούμενοι αυτού την πίστη, τη ζέση, την ταπείνωση», προσφερόμενοι στην ευεργετική επίδραση του φωτός του, το οποίο «πάσιν αστράφτει νοερώς» και ακτινοβολεί μέσα στην εκκλησία αλλά και φρονηματιζόμενοι από το υπέροχο πρότυπο ενός μεγάλου ιεράρχου φωτισμένου παιδαγωγού και επιστήμονος πρωτοπόρου κοινωνικού εργάτη το ασύγκριτο πρότυπο ενός αληθινού ταπεινού και μεγάλου ανθρώπου.
Ο Μέγας Βασίλειος για τον οποίο εκφράζονται με θαυμασμό πολλές προσωπικότητες είχε τη μεγάλη εύνοια του Θεού να γεννηθεί από Χριστιανούς γονείς από ανθρώπους που ήταν ζωντανά πρότυπα της αρετής, διακρινόμενοι για το ήθος, την ευγένεια, την ελληνική παιδεία, την αγωνιστική αφοσίωση στα Χριστιανικά ιδανικά τα οποία ήταν ο αληθινός τους πλούτος και ο πραγματικός τους θησαυρός.
Την πρώτη εκπαίδευση την πήρε στο σπίτι του και σε ηλικία 16 ετών συμπλήρωση στη Νεοκαισάρεια τη μέση εκπαίδευση και αρχίζει ανώτερες σπουδές στην Καισάρεια, σπουδαίο κέντρο τότε των Ελληνικών γραμμάτων όπου σχετίζεται με τον Γρηγόριο τον Ναζιαζηνό, συνεχίζει τις σπουδές του για διετία στην Κων/πολη και τέλος έφθασε στην Αθήνα όπου σπούδασε για τετραετία φιλοσοφία, ρητορική κ.τ.λ. και έλαβε γνώση όλων των περιοχών του πολιτισμού.
Υπήρξε υπόδειγμα σπουδαστού, πρότυπο επιμέλειας, παράδειγμα σεμνότητας, σωφροσύνης και εργατικότητας, άξιος του σεβασμού και της εκτίμησης των διδασκάλων. Φορτωμένος λοιπόν από τη σοφία των Αθηνών και με το ασύγκριτο τάλαντο, εξασκεί για λίγο το επάγγελμα του ρήτορα. Αλλά η κοσμική ζωή δεν τον συναρπάζει, τα κοσμικά αξιώματα δεν τον συγκινούν και παίρνει τη μεγάλη απόφαση να προσφερθεί ολοκληρωτικά στη διακονία της εκκλησίας. Βαπτίζεται, χειροτονείται διάκονος, γνωρίζεται με κορυφαίους ερημίτες, μελετώντας, συντάσσοντας μοναχικούς κανόνες και σε μια πενταετία μακριά από τον κόσμο καταρτίζεται στα της πίστης και της αρετής.
Κατόπιν κατέρχεται στην Καισάρεια, όπου χειροτονείται ιερέας, δίδει όλα τα χαρίσματα, όλη του την ψυχή, όλη του την ύπαρξη, την προσφέρει ευλαβώς στη μαχόμενη ορθοδοξία. Οι ομιλίες του φώτιζαν το ποίμνιο, με τους λόγους ενισχύει το φρόνημα των πιστών, υμνεί και καλλιεργεί την αρετή, χτυπά την πλεονεξία, χαρακτηρίζει το χρυσάφι «αγχόνη των ψυχών». Την εποχή αυτή εκφωνεί ο Βασίλειος και τις περίφημες ομιλίες του από τις οποίες αποκαλύπτεται βαθιά γνώση των γραφών και των επιστημονικών δεδομένων της εποχής εκείνης.
Το 370 μ.Χ. εχήρευσε η επισκοπική έδρα της Καισάρειας και σε μια περίοδο δύσκολη για το Χριστιανισμό λόγω της αίρεσης του Αρείου, γίνεται επίσκοπος στην Καισάρεια. Σταθερός, άκαμπτος, άφοβος, αμετακίνητος δίνει τη μάχη και με το παράδειγμα και το λόγο του εμψυχώνει το πλήρωμα της εκκλησίας παρόλο που η κατάσταση της υγείας του έχει κλονισθεί. Τα κείμενά του κατέλαβαν μια θέση επίζηλη και θα φωτίζουν πάντοτε όσους τα πλησιάζουν, θα γοητευτούν με την ομορφιά του λόγου και με το περιεχόμενό τους. Άφησε συγγραφικό έργο επιβλητικό σε έκταση και αθάνατο, αλλά η συνεχιζόμενη επιδείνωση της υγείας του τον οδηγεί την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ., να παραδίδει το πνεύμα του στο Θεό και το έργο του στην αιωνιότητα.
Αλλά «ζεί ο Βασίλειος και θανών εν Κυρίω», «ζει και μέσα μας ως λαβών εκ των βιβλίων». Οι αιώνες επικυρώνουν και ομολογούν ότι πράγματι υπήρξε Μέγας. Η εκκλησία τον χαρακτηρίζει «Μέγα οικουμενικό διδάσκαλο». Η ορθοδοξία τον κατέταξε μεταξύ των τριών μεγίστων φωστήρων της τρισηλίου Θεότητος και τον τιμά μαζί τους επειδή και οι τρείς είναι οι υψηλότερες κορυφές του χριστιανικού πνεύματος στο 4ο μ.Χ αιώνα και αστραποβολούν το φως της ορθοδοξίας.
Είναι οι γέφυρες οι χρυσές που με τα τόξα την εγεφύρωσαν την Ελληνική πνευματική κληρονομιά με το πολύτιμο μαργαριτάρι της Ανατολής, τους θησαυρούς της χριστιανικής θρησκείας και συνετέλεσαν στη διαμόρφωση μιας νέας παιδείας, ενός νέου πολιτισμού με οικουμενικές προοπτικές, μέσα στην οποία «ουκ ενι Ιουδαίας ουδέ Έλλην, ουκ ενι δούλος, ουδε ελεύθερος, ουκ ένι άρσιν και θήλυ» αλλά ο νέος τύπος ανθρώπου που έχει αρχέτυπο αιώνιο το Χριστό. Τον ανθρωπισμό αυτό, την Παιδεία αυτή, τον πολιτισμό αυτόν έχοντας υπόψην του ο κορυφαίος Γερμανός Χόλτσνερ όπως και την άποψη του Ισοκράτους κατά την οποία έλληνες είναι όσοι μετέχουν της ελληνικής παιδείας διεκήρυξε στα 1947, τα εξής πολυσήμαντα. «ο σημερινός κόσμος κινδυνεύει να βυθιστεί και πάλι στο σκοτάδι της βαρβαρότητας και να υποταχθεί στην ασιατική επικράτηση από την οποία η Ελλάς κατά τους Περσινούς πολέμους έσωσε τη Δύση. Αυτού τον κίνδυνο θα μπορέσουμε να τον καταντήσουμε μόνο αν ξαναγίνουμε Έλληνες».
Η πρόταση αυτή του Χόλτσνερ έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για όσους είμαστε έλληνες εξ’ αίματος και έλληνες εκ πνεύματος.
Χωρίς το Χριστιανικό ελληνισμό των Πατέρων, χωρίς την ορθοδοξία, είμαστε καταδικασμένοι όχι μόνο σε πνευματική αλλά και σε εθνική σε βιολογική αυτοκτονία.
_________________
Τους μεγάλους λοιπόν Πατέρες μεταξύ των οποίων λάμπει το άστρο της ορθοδοξίας, ο Βασίλειος, δεν αρκεί να τους θαυμάζουμε απλώς με λόγια και πανηγυρικές εκδηλώσεις, χρειάζεται και περισσότερο ουσιαστικό.
Χρειάζεται να αναγεννηθούμε πνευματικά μέσα στο φως του Ευαγγελίου που σώζει.
Πρέπει να αναβαπτισθούμε στο Πνεύμα των Πατέρων, στο πνεύμα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.
Πρέπει να σταθούμε άγρυπνοι, μαχητικοί, ακοίμητοι, στην έπαλξη της μαχόμενης ορθοδοξίας που τη χτυπούν κύματα απο παντού.
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε με το θάρρος του Βασιλείου την προσπάθεια των σύγχρονων Ιουλιανών.
Πρέπει να επαναφέρουμε την Ελληνική παιδεία στην ολοφώτιστη τροχιά που χάραξαν οι Πατέρες, να περιφρονήσουμε την κλασσική παιδεία και να την ανεβάσουμε στα ύψη που απαιτούν οι καιροί και η μεγάλη παράδοση του γένους.
Πρέπει ακόμα να φρονηματιστούμε από τα υπέροχα πρότυπα των οικογενειών των Τριών Ιεραρχών και να βοηθήσουμε την οικογένεια να γίνει δυναμικό κύτταρο του Ελληνοχριστιανικού μας πολιτισμού.
Και τέλος πρέπει να βοηθήσουμε τους νέους να ανακαλύψουν τα μεγάλα αυτά πρότυπα της Αρετής, του ήθους των μεγάλων οραματισμών και των πνευματικών αγώνων για να μπορέσουν εμπνεόμενοι από αυτά να δοθούν στον αγώνα για την αναγέννηση του γερασμένου μας κόσμου, στον αγώνα για τη δημιουργία ενός κόσμου της Αρετής καταυγαζόμενου από το φως της Ορθοδοξίας.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ