Του Μιχάλη Πιτένη
Ο οποιοσδήποτε βανδαλισμός είναι καταδικαστέος. Πόσο μάλλον όταν συμβαίνει σε σχολείο, όπως, δυστυχώς, συνέβη στο ιστορικό Βαλταδώρειο της Κοζάνης.
Δεν είναι, όμως, πρωτοφανές γεγονός, ούτε σπάνιο. Και δεν είναι σε καμιά περίπτωση απότοκος της κρίσης, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς. Μπορεί να υπάρχει αυξητική τάση τέτοιων γεγονότων λόγω του θυμού, της οργής και της απελπισίας των ανθρώπων, εξ αιτίας όσων υφίστανται προς χάριν του… πρωτογενούς πλεονάσματος, αλλά δεν τα βλέπουμε και για πρώτη φορά.
Τελευταία κυκλοφορούν στο διαδίκτυο μια σειρά φωτογραφίες ξένων πανεπιστημίων, που δεν είναι όλα φημισμένα και πασίγνωστα, που θα έπρεπε να κάνουν κάθε Έλληνα να θλίβεται και να μελαγχολεί καθώς συνοδεύονται από αντίστοιχες ελληνικών. Απ΄ τη μια, κτίρια άξια θαυμασμού που χρησιμοποιούνται κανονικά και εξυπηρετούν καθημερινές ανάγκες αν και είναι υπεραιωνόβια και από την άλλη, τα αποκρουστικά σημάδια της έλλειψης σεβασμού και κοινωνικής ωριμότητας που έχουν κάνει ακόμα και νεόδμητα κτίρια στους πανεπιστημιακούς χώρους της χώρας μας να μοιάζουν με ερειπιώνες και φυσικά πολλά απ΄ αυτά να μην λειτουργούν καν, καθώς στην προμετωπίδα τους δεσπόζουν τα πολύχρωμα πανό της κατάληψης τους, από μεγάλες, μεσαίες ή μικρές ομάδες φοιτητών.
Όλοι εκφράζουμε τον αποτροπιασμό μας στους βανδαλισμούς, άπαντες τους καταδικάζουμε, αλλά ποιοι είναι αυτοί τους πραγματοποιούν;
Παλιότερα, κάθε καλοκαίρι που καιγόταν τα ελληνικά δάση ακόμα και από επίσημα χείλη αν δεν εκφραζόταν ευθέως, υπονοούνταν η εκτίμηση πως «ξένοι πράκτορες και δη Τούρκοι, εισχώρησαν νύχτα και δολίως στην ελληνική επικράτεια, σπέρνοντας εμπρηστικούς μηχανισμούς στα δάση μας». Το ότι στις εκτάσεις των καμένων βρήκε χώρο και αναπτύχθηκε είτε η ελληνική επιχειρηματικότητα που έσπειρε μεγάλα και ωραία ξενοδοχεία, αν αυτές βρισκόταν δίπλα ή κοντά στη θάλασσα, είτε η ανάγκη κάποιων συμπατριωτών μας να αποκτήσουν τη μικρή ή τη μεγάλη τους βίλα μέσα στο δάσος, δεν απασχόλησε ποτέ σοβαρά κανέναν και ειδικά όσους έπρεπε λόγω του ρόλου και της ευθύνης που είχαν εκ της θέσεως τους.
Όπως δεν απασχόλησαν σοβαρά κανέναν ποτέ οι βανδαλισμοί και οι καταστροφές που γίνονταν στις διάφορες αθλητικές εγκαταστάσεις από τους οπαδούς, αυτά τα παιδιά που «αγαπούν και στηρίζουν την ομάδα, σε κάθε περίπτωση και σε κάθε αγώνα», με αποτέλεσμα ακόμα και ζημιές πολλών εκατομμυρίων, δραχμών και ευρώ, διαχρονικά να τις χρεωνόμαστε όλοι, ακόμα και όσοι είτε ανήκουμε στο αντίπαλο αθλητικό στρατόπεδο είτε αδιαφορούμε παντελώς γι΄ αυτό που λέγεται αθλητισμός.
Έτσι είναι. Κάποιοι προχωρούν σε βανδαλισμούς και οι υπόλοιποι πληρώνουμε. Μόνο που αυτό συνέβαινε πάντα. Και τότε που μας περίσσευαν και τώρα που μας λείπουν.
Και θα συμβαίνουν όσο τις παραβατικές συμπεριφορές τις ανέχεσαι επειδή έχεις να πληρώσεις, ή διότι εξυπηρετούν τα όποια σχέδια σου. Κι όμως αυτό δεν κάναμε; Κι ύστερα αναρωτιόμαστε γιατί φτάσαμε ως εδώ…