Γράφει ο Σίσκος Παναγιώτης,
δικηγόρος Πτολεμαΐδας
Και πάλι έκανε το θαύμα του ο Έλληνας νομοθέτης, ο οποίος με αυτό το συνεχές ράβε-ξήλωνε των νόμων, ήρθε και κατήργησε σχεδόν συλλήβδην τον νόμο 3459/2006 για τα Ναρκωτικά, αντικαθιστώντας τον από τον νόμο 4139/2013 ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 20ή Μαρτίου 2013.
Και ενώ προβαίνει σε διάφορες τροποποιήσεις, το εκπεφρασμένο εδώ και χρόνια αίτημα μεγάλου μέρους της νομικής επιστήμης για αποποινικοποίηση της απλής χρήσης ναρκωτικών του μη εξαρτημένου, δεν το έχει ικανοποιήσει, παρά μόνον μειώνει τώρα την ποινή από φυλάκιση μέχρι ενός έτους σε φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.
Οι υπέρμαχοι της αποποινικοποίησης, δεν αρκούνται απλώς σε μείωση της ποινής ούτε σε δικαστική άφεση της ποινής. Διότι ακόμα και με το υφιστάμενο προβλεπόμενο μικρότερο πλαίσιο ποινής, στον απλό χρήστη θα αναγνωριστεί πάντως ενοχή. Και η λέξη «ένοχος» σε σχέση με τη λέξη «αθώος» γι’ αυτόν που την ακούει έχει τεράστια διαφορά, έστω και αν αργότερα είτε επιβληθεί ποινή χαμηλού ύψους είτε αφεθεί η ποινή του.
Ακόμη όμως και η περίπτωση της δικαστικής άφεσης της ποινής, εν προκειμένω δεν προβλέπεται για κάθε περίπτωση χρήστη, αλλά μόνο κατ’ εξαίρεση και τελείως δυνητικά για όποιον ο δικαστής εκτιμώντας τις περιστάσεις τέλεσης της πράξης και την προσωπικότητά του, κρίνει ότι η αξιόποινη πράξη του ήταν εντελώς περιστασιακή και δεν είναι πιθανόν να επαναληφθεί. Εξάλλου, στην περίπτωση που κάποιος ενώ την πρώτη φορά έτυχε δικαστικής άφεσης της ποινής, συλληφθεί ξανά για χρήση χωρίς να συντρέχει το στοιχείο της εξάρτησης (ώστε να μείνει ατιμώρητος) θα τιμωρηθεί πλέον κανονικά και με επιβολή ποινής, διότι η πράξη του δεν θα είναι εντελώς περιστασιακή.
Το θέμα, νομίζω, άπτεται του νομικού πολιτισμού της χώρας μας. Στις γραμμές που ακολουθούν, δεν επιδιώκω να τοποθετηθώ ούτε υπέρ της αποποινικοποίησης ούτε κατά αυτής. Θα θέσω μόνο μερικά ζητήματα, και ο καθένας ας κρίνει μόνος του.
1) Τι σημαίνει ποινικοποίηση; Tι σημαίνει ενοχή; Ενοχή σημαίνει στιγματισμός, περιθωριοποίηση, ενώ ποινή (έστω και δυνητικά) σημαίνει φυλακή, χειροπέδες, στέρηση της ελευθερίας. Σε ένα κράτος δικαίου η ποινή θα πρέπει να αποτελεί το έσχατο μέσο αντιμετώπισης παράνομων πράξεων. Οποιοδήποτε πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί με ηπιότερα μέσα (όπως για παράδειγμα με τη συμβουλευτική, τη συνεχή ενημέρωση, τη θεραπεία, τη δράση της οικογένειας, του σχολείου, της εκκλησίας, της τοπικής και ευρύτερης κοινωνίας) δε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με ποινικά μέσα καταστολής.
2) Ο απλός χρήστης ναρκωτικής ουσίας, αυτός που κάνει τη χρήση κρυφά και όχι δημόσια (ώστε να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει και άλλους), τι προσβάλλει; Για να προβλεφθεί τιμώρηση σχετικά με μια πράξη, θα πρέπει κάτι να προσβάλλεται. Όπως λέμε, θα πρέπει να προσβάλλεται ένα έννομο αγαθό. Στην περίπτωση του απλού χρήστη, το μόνο που προσβάλλεται είναι η δική του σωματική ακεραιότητα και από ένα στάδιο και έπειτα η ζωή του η οποία ασφαλώς διακινδυνεύει. Είναι ορθό όμως να αναγνωριστεί ενοχή για την αυτοδιακινδύνευση και την αυτοπροσβολή; Εάν αυτός που βλάπτει την δική του σωματική του ακεραιότητα, χωρίς να βλάπτει οτιδήποτε άλλο, δεν πράττει σωστά με βάση την ηθική, ας τον κρίνει η συνείδησή του ή ας τον κρίνει ο Θεός (εάν πιστεύει στην ύπαρξή του). Πάντως εμείς οι άνθρωποι δεν έχουμε δικαίωμα ούτε να τον κρίνουμε ούτε να τον καταδικάσουμε από την στιγμή που ούτε μας προσβάλει ούτε μας θίγει. Υπό το ισχύον βέβαια νομοθετικό καθεστώς, τον καταδικάζουμε με ποινικά μέσα τον απλό χρήστη που παίρνει μόνος του ναρκωτικά.
3) Αποποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών δεν σημαίνει ταυτόχρονα και νομιμοποίηση. Πρόκειται για ένα θέμα που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα. Ακόμη και αν κάποιος κάνει το λάθος και υποπέσει σε παράνομη χρήση ναρκωτικών ουσιών, είναι δυνατόν να αντιμετωπίσουμε αυτή την παράνομη πράξη του με ηπιότερα μέσα, όπως π.χ. με την επιβολή μέτρων διοικητικού χαρακτήρα (π.χ. επιβολή προστίμου) τα οποία δεν είναι ούτε στιγματιστικά ούτε σε στέρηση της ελευθερίας οδηγούν. Εξάλλου, εάν από τη μια βάλει κανείς την κήρυξη της ενοχής (έστω και χωρίς επιβολή ποινής, για την περίπτωση της δικαστικής άφεσης) και από την άλλη την επιβολή ενός διοικητικού προστίμου, έστω και κάπως υψηλού, η «ζυγαριά» θα γείρει προς την κήρυξη της ενοχής, διότι η κήρυξη ενοχής εμπεριέχει στιγματισμό, ενώ η επιβολή ποινής (έστω και δυναμένης να αφεθεί) οδηγεί σε προσβολή του ανώτερου ανθρώπινου αγαθού, αυτού της προσωπικής ελευθερίας.
4) Αποποινικοποίηση της απλής χρήσης ναρκωτικών δεν συνεπάγεται ούτε νομιμοποίηση της διακίνησης. Κάποτε είχε απαγορευθεί στη χώρα μας η εισαγωγή μπανάνας από το εξωτερικό (όπως αναφέρει και ο καθηγητής Ποινικού Δικαίου Ν. Παρασκευόπουλος σε ένα παράδειγμά του) και για λόγους προστασίας της εσωτερικής αγοράς, η εισαγωγή μπανάνας τιμωρούνταν ποινικά. Η χρήση όμως για εκείνον που έτρωγε τις μπανάνες δεν τιμωρούνταν. Επομένως, άλλο πράμα η χρήση και άλλο πράμα η διακίνηση.
5) Θα μπορούσε βεβαίως να ισχυριστεί κανείς ότι η χρήση εξωθεί σε άλλα εγκλήματα. Ο χρήστης ναρκωτικών ουσιών συνήθως για να ανεύρει την επιθυμητή δόση προβαίνει σε άλλους είδους εγκλήματα π.χ. κλοπές, ληστείες κλπ. Τότε όμως βεβαίως και πρέπει να τιμωρηθεί και μάλιστα ποινικά, επειδή προσέβαλε ένα έννομο αγαθό, την ιδιοκτησία και την περιουσία του άλλου. Το να πει όμως κανείς ότι τιμωρώ το χρήστη επειδή μπορεί στο μέλλον να διαπράξει έγκλημα, από το να πει τον τιμωρώ επειδή ήδη διέπραξε το έγκλημα ή έκανε απόπειρα αυτού, έχει τεράστια απόσταση. Εξάλλου στο Ποινικό Δίκαιο ο καθένας τιμωρείται για ό,τι πράγματι πράττει, ούτε για ό,τι έχει στο μυαλό του να πράξει ούτε για ό,τι μπορεί στο μέλλον να πράξει και δεν έπραξε.
6) Η ποινική τιμώρηση για τον απλό χρήστη, λένε μερικοί ότι ίσως θα έπρεπε να επιβάλλεται επειδή οδηγεί σε μια αφηρημένη διακινδύνευση της υγείας και των άλλων, των υποψήφιων μελλοντικών χρηστών. Λένε ότι η απλή χρήση οδηγεί σε μια συνεχή ανακύκλωση του συστήματος των ναρκωτικών. Αν δεν υπήρχαν χρήστες που αναζητούσαν την ποσότητα των ουσιών, δε θα υπήρχαν ούτε διακινητές και άρα δεν θα εξαπλωνόταν το φαινόμενο των ναρκωτικών. Αν δούμε όμως όλα τα θέματα της ζωής με τέτοια λογική, θα έπρεπε να τιμωρούμε και εκείνον τον ανεύθυνο πωλητή μαχαιριών, διά των οποίων ενδεχομένως θα διαπραχθούν μελλοντικά ανθρωποκτονίες. Θα έπρεπε επίσης να οδηγούμε στη φυλακή και τον ανεύθυνο ιδιοκτήτη των νυχτερινών μπαρ των μεγαλουπόλεων, εντός του οποίου αναπτύσσονται διάφορα κυκλώματα κάθε είδους που ενίοτε εγκληματούν.
7) Μία άλλη οπτική γωνία αναφορικά με την ποινικοποίηση ή μη της απλής χρήσης, αναφέρεται στους σκοπούς της ποινής. Γενικότερα στο ποινικό δίκαιο η ποινή έχει δύο σκοπούς. Ο πρώτος ονομάζεται ειδική πρόληψη και αποσκοπεί στην καλυτέρευση του δράστη και ο δεύτερος αποκαλείται γενική πρόληψη και σκοπεύει στον παραδειγματισμό των υπολοίπων. Ως προς την ειδική πρόληψη ας ειπωθούν τα εξής: Eίναι δυνατόν ο δράστης της χρήσης ναρκωτικών να καλυτερεύσει εισερχόμενος στη φυλακή; Οι διάφορες έρευνες διδάσκουν ότι ο εγκλεισμός στη φυλακή, επιφέρει την περιθωριοποίηση, βασική αιτία της χρήσης ναρκωτικών, και η συνεχής απομόνωση και πλήξη, καθιστούν ακόμη και τον μη εξαρτημένο χρήστη, δέσμιο των ναρκωτικών ουσιών. Εν ολίγοις, ο απλός χρήστης, αντί να καλυτερεύσει, χειροτερεύει.
8) Αλλά ακόμη και αν ειδωθεί το θέμα από την σκοπιά της γενικής πρόσληψης της ποινής, είναι δυνατόν να τιμωρούμε έναν άνθρωπο, προκειμένου να παραδειγματιστούν άλλοι χίλιοι; Αν δεχόμασταν κάτι τέτοιο, θα είχαμε υπερβεί κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αντιμετωπίζοντας τον ένα άνθρωπο όχι ως υποκείμενο, αλλά ως αντικείμενο προς παραδειγματισμό των υπολοίπων.
9)Εν κατακλείδι, ας αναφέρουμε τα εξής: Εάν κάποιος κόψει το χέρι του ή εάν τελέσει απόπειρα αυτοκτονίας, με βάση τον νόμο δεν του επιβάλλεται ποινή, διότι για να επιβληθεί ποινή θα πρέπει να τελεστεί πράξη και ως πράξη ορίζεται μία ενέργεια που έχει κοινωνικό νόημα, που είναι «πράξη προς έτερον» και όχι «προς εαυτόν». Εάν λοιπόν δεν τιμωρούμε εκείνον που κόβει το χέρι του, δεν φαίνεται «άδικο» να τιμωρούμε με ποινή εκείνον που παίρνει μόνο για τον εαυτό του ναρκωτικά; Εάν δεν τιμωρούμε αυτόν που μόνος του καπνίζει επί χρόνια ή εκείνον που πίνει αλκοόλ, πώς δικαιολογείται η ποινικοποίηση μόνο του χρήστη ναρκωτικών;
Μήπως τελικά εμείς οι άνθρωποι έχουμε δημιουργήσει από μόνοι μας ένα αντικοινωνικό στερεότυπο, έναν συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου, με τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής; Aυτόν που αποκαλούμε με αποστροφή και ρατσισμό ως «ναρκομανή»; Mήπως τελικά δεν τιμωρούμε ποινικά αυτή την ίδια την πράξη της χρήσης αλλά αυτόν τον συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου; Mήπως εν τέλει δεν ποινικοποιούμε την πράξη αλλά το φρόνημα; Aυτό που είναι διαφορετικό από το σύνηθες και το καθωσπρέπει;