«Ο ισχυρός προχωρά όσο του επιτρέπει η δύναμη του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του» Θουκυδίδης
Με το άρθρο μου στις 19-11-2013 προσπάθησα να καταδείξω ότι δεν υπάρχει μια πραγματικότητα ή καλύτερα: Δεν υπάρχει μια και μόνη συνειδητή και στατική πραγματικότητα. Αν υπήρχε μόνο μία, καμία δράση δεν θα είχε νόημα. O άνθρωπος με τις πράξεις του ή αντίστοιχα ένα συλλογικό υποκείμενο με την ισχύ του, μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα.
Κάθε πράξη (πολιτική, οικονομική ή άλλη) έχει μια πρόθεση, πορεύεται προς ένα σκοπό – τέλος και χρησιμοποιεί κάποια μέσα. Πριν την πράξη και ανάλογα με την σημασία της, πρέπει να υπάρχει ένα μια ανάλυση, ένας υπολογισμός κι ένα (στρατηγικό) σχέδιο το οποίο θα υλοποιηθεί. Η υλοποίηση είναι δουλειά της τακτικής, ενώ ο στρατηγικός σχεδιασμός είναι δουλειά της νόησης. Η στρατηγική είναι ιδεατή, στοχεύει στο μη ορατό μέλλον και γι’ αυτό είναι δύσκολα κατανοήσιμη. Ειδικότερα, η στρατηγική δεν σου λέει το «πως» να κάνεις κάτι, σου λέει το «τι», «πότε» και «με ποιους» θα πρέπει να το κάνεις, αν θέλεις να πετύχεις το στόχο σου. Λειτουργεί σαν μια δυνατότητα, σαν ένα πλαίσιο και μια κατεύθυνση της καθημερινής πράξης. Είναι η πυξίδα κι όχι το μονοπάτι. Βεβαίως, δεν είναι μια αμιγώς αφαιρετική διαδικασία: Επεξεργάζεται τα δεδομένα του παρόντος για να προβλέψει και να διαμορφώσει το μέλλον. Με αυτό τον τρόπο, οι ισχυροί παίκτες αλλάζουν την πραγματικότητα, συντονίζοντας την τακτική στη στρατηγική τους.
Όπως και να χει, οι θεωρητικές ανησυχίες και οι επινοήσεις έχουν νόημα μόνο όταν εξαντικειμενικεύονται στην -σημερινή ή τη μελλοντική- πραγματικότητα και εξηγούμαι: Η Ελλάδα, αφενός βρίσκεται σε μια «ιστορική παρένθεση» έλλειψης οικονομικών πόρων, ενώ ταυτόχρονα, ως κράτος, κατέχει μια θέση στο χώρο την οποία στο μέλλον θα πρέπει να εκμεταλλευτεί στρατηγικά και για την οποία όπως θα λέγαμε με οικονομικούς όρους: Θα πρέπει να πληρωθεί ακριβά.
Τα σημερινά ευρύτερα γεωπολιτικά δεδομένα σε συνδυασμό με τη νέα ισορροπία της Ισχύος και η υφιστάμενη κατάσταση της έλλειψης πόρων σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο, προκρίνει ως μόνη λύση του οικονομικού προβλήματος της χώρας, τη γεωστρατηγική προσέγγιση. Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να παραχθεί αρκετός νέος πλούτος και να οικοδομηθεί μια νέα πραγματικότητα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Βεβαίως, οι αντιστάσεις σε αυτό θα είναι πολλές, εσωτερικές και εξωτερικές, καθώς, όταν μιλούμε για γεωπολιτική τα ψέματα και τα ευχολόγια τελειώνουν, ο δημαγωγός και ο προστάτης του μέχρι προσφάτως ελληνικού παρασιτικού καταναλωτισμού δεν έχει ρόλο. Ακόμη και σε διεθνές επίπεδο, λίγοι συζητούν για τη γεωπολιτική. Η γεωπολιτική είναι -όχι τυχαία- το «σπορ των εκλεκτών», το «Δένδρο της απαγορευμένης Γνώσης» με το οποίο ασχολείται μια σχεδόν «μυστική οργάνωση» πολιτικών που επεξεργάζεται σχέδια και απώτερος σκοπός τους είναι να μην μάθει ο αντίπαλος το δικό τους σκοπό. Στην πράξη, μετά την ισοπέδωση της πολιτικής στο πεδίο της οικονομίας, είναι η μόνη πολιτική πράξη με τη Μακιαβελική έννοια.
Το υφιστάμενο γεωπολιτικό πλαίσιο σε συνδυασμό με τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων αποτελούν ευκαιρία για την υλοποίηση της Ελληνικής Εθνικής Στρατηγικής. Στη γεωστρατηγική δε χωρούν συναισθήματα, φίλοι και εχθροί αλλάζουν ανάλογα με τα συμφέροντα και το ειδικό τους βάρος. Η κατάσταση στη Nοτιοανατολική Μεσόγειο αυτή τη στιγμή είναι αρκετά ρευστή όσον αφορά την ανακατανομή της Ισχύος και την αναδόμησης των σχέσεων. Με τις παραδοσιακές προβολές ισχύος να υφίστανται, εννοώντας την εποπτεία των Η.Π.Α. στην περιοχή.
Ας το δούμε πιο αναλυτικά σε επίπεδο «παικτών»: Οι Η.Π.Α. υπό τον φόβο της πολύ-πολικότητας της ισχύος και της υποβάθμισης τους ως «παγκοσμίου ηγεμόνα» ή αλλιώς «παγκοσμίου εξαγωγέα δημοκρατίας», προσπαθούν να επιβληθούν επί του Αραβο-Περσικού Κόλπου ώστε αυτός να μην εξαγάγει την Ισχύ(διαβ. φυσικούς πόρους) του προς την Κίνα. Η επιβολή αυτή επειδή δεν μπορεί να γίνει απευθείας, γίνεται μέσω έμμεσης στρατηγικής προσέγγισης από την «υπεργολάβο» Τουρκία. Για να το πούμε πιο απλά: Οι Η.Π.Α. χρησιμοποιούν τη «μαλακή ισχύ» της διπλωματίας(της Πίστης) για να κερδίσουν «σκληρή ισχύ» με τη μορφή οικονομικών πόρων. Το συγκεκριμένο εγχείρημα λαμβάνει χωρά για τουλάχιστον δέκα χρόνια∙ πρακτικά έχει αποτύχει συμπαρασύροντας μαζί του και τις τριγωνικές σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ – ΗΠΑ οι οποίες κόστισαν αρκετά στην Ελλάδα (βλ. υπόθεση Κυπριακών S-300).
Πλέον, η περιοχή κινείται προς μια νέα ισορροπία καθόλα ευνοϊκή για την Ελλάδα: Από τη μια πλευρά ο Αραβο-Περσικός Κόλπος με την κατίσχυση του «σκληρού Ισλάμ» δυσκολεύει τις Η.Π.Α. ενώ από την άλλη, ο σύμμαχος τους με τη διεθνή δικτύωση που ονομάζεται Ισραήλ: Φοβάται μήπως οι χώρες του κόλπου τον «καταπιούν» γεωγραφικά ή αν θέλετε πιο παραστατικά: Φοβάται μήπως -ελλείψει στρατηγικού χωρικού βάθους- τον «πετάξουν στην Θάλασσα» και γι’ αυτό κάνει τρία πράγματα: Πρώτον, καταρρίπτει ότι πετά πάνω του. Δεύτερον, βλέπει ως μόνο στρατηγικό βάθος, το θαλάσσιο της Κύπρου και τρίτον ενισχύει δημιουργία του νέου Κουρδικού Κράτους για να αποκτήσει στρατηγικό σύμμαχο στην «πλάτη» του. Το υπό σύσταση Κουρδικό Κράτος, ανθρωπογεωγραφικά και όχι (ακόμη) νομικά, έχει διαμελίσει το «μαλακό υπογάστριο» της Τουρκίας, ενώ παράλληλα, πέρα από στρατηγικό της βάθος, της στερεί περί τα 18.000.000 πληθυσμό και σημαντικούς πόρους. Δηλαδή, ο (μόνος) εχθρός της Ελλάδος στην περιοχή, φαίνεται πιο αποδυναμωμένος από ποτέ∙ αν συνυπολογίσει κανείς και την χαλάρωση της σχέσης με τη Ρωσία λόγω νέων εμπορικών διεξόδων από την Αλάσκα, τα προβλήματα είναι ακόμη χειρότερα για την Τουρκία. Στο ενδιάμεσο, η Κύπρος έχει την ανάγκη της ασφάλειας και του ελέγχου των παραγόμενων υδρογονανθράκων. Ο έλεγχος αυτός από μόνος του είναι Ισχύς, σύμφωνα με τον κυρίαρχο ορισμό της Ισχύος: Όποιος ελέγχει τους πόρους, τις συμπεριφορές και τις πράξεις είναι ο κυρίαρχος. Έτσι, είναι προφανές ότι οι ανάγκες ενός παίκτη συγχρονίζονται με τη στρατηγική του άλλου. Εντός αυτού του μελλοντικά αναγκαίου πλουραλισμού της ισχύος μπορεί να χει σημαντικό ρόλο ακόμη και η Ρωσία λόγω των συμφερόντων της στα Δυτικά παράλια της Συρίας.
Μέσα σ’ αυτό το ασταθές πλαίσιο όπου όλοι ψάχνουν συμμάχους, υφίσταται μια σημαντική ευκαιρία για την Ελλάδα, αυτή της γεωπολιτικής σύνθεσης υπό την οπτική της εθνικής στρατηγικής και των ενεργειακών πόρων. Οι σχετικές έρευνες αναδεικνύουν -με μεγάλη πιθανότητα- την ύπαρξη ενεργειακών πόρων και ως επί το πλείστον φυσικού αερίου σε όλη τη λεκάνη που εκκινεί από το Ιόνιο και καταλήγει στο Ισραήλ. Το ακριβές μέγεθος και η ποσότητα τους δεν είναι τα μόνα που είναι σημαντικά. Σημασία έχει το νέο πλαίσιο και η νέα πραγματικότητα τα οποία μπορούν να δημιουργηθούν μέσω της στρατηγικής εκμετάλλευσής τους. Το εγχείρημα αυτό απαιτεί μια στρατηγική συμμαχιών που θα λειτουργήσει και ως πολλαπλασιαστής της ισχύος μεταξύ των παραπάνω∙ δεν είναι κάτι καινοτόμο, είναι το παλαιό «Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα» ή αλλιώς ο «Άξονας της Επιβίωσης», ανάλογα την οπτική που το βλέπει ο καθένας. Πιο πρακτικά: Η Ελλάδα πρέπει να επιλέξει μια στρατηγική «εξωτερικής εξισορρόπησης» των αναταραχών υπό το υφιστάμενο πρίσμα της Δύσης μέσω της στενής συνεργασίας της Κύπρου και του Ισραήλ εφαρμόζοντας μια «στρατηγική υιοθέτησης» της μορφής Μ. Αλεξάνδρου. Στρατηγικές τέτοιου τύπου, σε πλαίσιο μη μηδενικού αθροίσματος, δηλαδή σε πλαίσιο όπου όλοι έχουν να κερδίσουν, σου επιτρέπουν να κερδίσεις κάτι «χωρίς μάχη» και να βελτιώσεις την απόλυτη και τη σχετική σου θέση Ευρωπαϊκό και Πλανητικό επίπεδο -ενώ παράλληλα έχεις ματαιώσει και τα σχέδια του εχθρού. Και μάλιστα, όλα αυτά, χωρίς καμία αξίωση ισχύος, χωρίς καμία κατάχρηση, χωρίς καμία ύβρι, παρά μόνο με τη χρήση του Δικαίου της Θάλασσας.
Ένα εργαλείο σταθεροποίησης του εθνικού κυρίως πλαισίου είναι η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Η ΑΟΖ μέσω του Δικαίου της Θάλασσας, θεσμοθετεί το χώρο και ξεκαθαρίζει σε μεγάλο βαθμό τα όποια κυριαρχικά δικαιώματα, διεκδικήσεις ή αμφισβητήσεις. Το Ισραήλ και η Κύπρος έχουν κάνει άλματα προόδου σε αυτό τον τομέα και μάλιστα υπό τον φόβο να «σβηστούν από το χάρτη». Επιπλέον, οι προθέσεις και ο φόβος του Ισραήλ αποδεικνύονται από την πρόθεση του να κατασκευαστεί σταθμός υγροποίησης στην Κύπρο κι όχι στα εδάφη του. Για να καταλάβει κανείς την τάξη του μεγέθους της επένδυσης, αρκεί να ειπωθεί πως μια τέτοια επένδυση απαιτεί περί τα 12 δις ευρώ, ποσό που λ.χ. αντιστοιχεί στο 60% των χρημάτων για τα οποία η Ελλάδα επαιτεί και επαναδιαπραγματεύεται επανειλημμένα ώστε να απορροφήσει κατά την περίοδο 2014 – 2022 από την Ε.Ε. μέσω του «νέου ΕΣΠΑ». Παρ’ όλα αυτά, το «χρηματοδοτικό κενό» στην Ελληνική οικονομία το οποίο απαιτείται για μια δραστική πτώση της ανεργίας μέχρι το 2020 είναι επιπλέον 110 δις ευρώ, για τα οποία κανένας πολιτικός δεν μας είπε «που» και «πως» θα τα βρει. Ρεαλιστικά, τα χρήματα αυτά υπάρχουν, αλλά βρίσκονται πολλά χιλιόμετρα κάτω από τις Ελληνικές θάλασσες. Πιθανώς, αυτά τα κοιτάσματα να αρκούν για την αυτονομία της Ελλάδος για τα επόμενα 50 χρόνια, της Κύπρου για 80 χρόνια και της ΕΕ-27 για τα επόμενα 20 χρόνια -χωρίς να υπολογίζεται η δυνητική ανάπτυξη των Α.Π.Ε., οι ιδρύτες μεθανίου κ.α. Για τη στρατηγική οι αριθμοί δεν είναι δεσμευτικοί και δεν έχουν τη μεγαλύτερη σημασία: Το θέμα είναι το τι μπορεί να κερδίσει η Ελλάδα ως Κράτος από αυτή τη στρατηγική σε πολλαπλό επίπεδο ρόλου, θεσμικής θωράκισης του θαλάσσιου μετώπου, ελέγχου, ασφάλειας και επίτασης της Ισχύος για τη δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας. Πέρα από τα κέρδη, υποκρύπτεται ο φόβος της υπέρμετρης εξάρτησης από τους πόρους με παράλληλη αφαίμαξη της όποιας παραγωγικής βάσης ή ακόμη και ο φόβος της ραγιάδικης ηθικής η οποία θα ήταν διατεθειμένη να ανταλλάξει ότι πολυτιμότερο έχει προς τέρψιν του «λαού» και της συνέχισης του άρρωστου παρασιτικού καταναλωτισμού. Η ευκαιρία η οποία πρέπει να εκμεταλλευτεί η Ελλάδα είναι αυτή της εσωτερικής αναδιάρθρωσης, της ανάκαμψης και της ενδυνάμωσης σε οικονομικό, δημογραφικό και αμυντικό επίπεδο. Διότι η νέα αυτή πραγματικότητα, μπορεί να αναδομήσει θεσμικά τη χώρα σε ένα νέο πρότυπο. Αρκεί να φανταστούμε, ενδεικτικά και σε πρώτο επίπεδο, τον πραγματικό αποπληθωρισμό που μπορεί να επέλθει και τη μείωση του κόστους παραγωγής στη βιομηχανία. Τη μείωση του κόστους θέρμανσης, ένα νέο πλαίσιο ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας. Σκεφτείτε ένα νέο φορολογικό με μηδενικούς συντελεστές εισοδήματος και μόνο φόρο τον Φ.Π.Α. το οποίο μπορεί να είναι βιώσιμο εντός αυτού του νέου πλαισίου. Μεσοπρόθεσμα, υπό εργασιακή και πολιτική ειρήνη, θα υπάρχει η δυνατότητα για την πραγματική αναδιάρθρωση, εκλογίκευση και μεταρρύθμιση της παιδείας σε όλα τα επίπεδα, της υγείας, της άμυνας όσα δηλαδή θα έπρεπε να προσφέρει ένα σοβαρό κράτος στους πολίτες του. Την ισχυροποίηση της χώρας και την ανατροπή του δημογραφικού προβλήματος. Την μετατροπή της περιφέρειας σε κέντρο και το νέο ενισχυμένο ρόλο της Ελλάδος στον έλεγχο, την ασφάλεια και τη διαμεσολάβηση μεταξύ τριών ηπείρων. Αυτά είναι ορισμένα μόνο από αυτά που μπορεί να περιλαμβάνει η νέα πραγματικότητα στα οποία δεν περιορίζεται η στρατηγική καθώς είναι «πλαίσιο». Η υλοποίηση θα εξαρτηθεί από τη δημιουργικότητα, τις προθέσεις και τα υφιστάμενα τοπικά συμφέροντα.
Καθοριστικοί παράγοντες οι οποίοι θα εμφανιστούν τόσο ως πίεση όσο και ως ανάγκη είναι: Πρώτον, η προβλεπόμενη πλανητική μείωση των παγκοσμίων αποθεμάτων υδρογονανθράκων περί το 2040 όπου οι πόροι θα γίνουν σπάνιοι και άρα ακριβότεροι και δεύτερον, η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την κατάργηση των πυρηνικών εργοστασίων την οποία η Γερμανία ήδη υλοποιεί και άρα υπό το πρίσμα αυτό θα υπάρξει αύξηση της ζήτησης για φυσικό αέριο από τις χώρες με ανεπτυγμένη βιομηχανία. Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι οι μεγάλοι γεωστρατηγικοί παίκτες είναι έτοιμοι να παίξουν από μόνοι τους, έστω κι αν η Ελλάδα δεν θέλει να μπει στο παιχνίδι για λόγους ηθικούς, «οικολογικούς» ή άλλους: Η δίψα ή η πείνα των ισχυρών για πόρους δεν έχει τέτοιες ευαισθησίες. Η σημασία της περιοχής είναι ανεξάρτητη από τα όποια «οικονομικά προβλήματα», η στρατηγική βλέπει τη μεγάλη εικόνα για να αποφύγει τις ψευδαισθήσεις.
Τα εμπόδια που πρέπει να υπερπηδηθούν είναι πολλά. Πρώτον, η Ευρώπη και η Ελλάδα πάσχουν από την «επάρατο νόσο» του (ηθικο)οικονομισμού ή αλλιώς του «κάνε περικοπές από δω κι όχι από κει», όμως, όλο αυτό είναι στο επίπεδο της τακτικής και μπορεί να ξεπεραστεί από τη νέα στρατηγική. Ο επικοινωνιακός (ηθικο)οικονομισμός, μετά από κάποιο σημείο, ικανοποιεί καθαρά τις ψυχολογικές ανάγκες και την πολεμική των κομμάτων, ήτοι: Εξυπηρετεί την εσωτερική κατανάλωση κι όχι τα εθνικά συμφέροντα. Εκχυδαΐζει και αναιρεί την πολιτική. Η σημερινή εισαγόμενη πολιτική του ηθικο-οικονομισμού αντί να αναπτύσσει και να εξευγενίζει την πολιτεία -όπως κατά την ελληνική πνευματική παράδοση θα έπρεπε- αντίθετα την οπισθοδρομεί και την εκβαρβαρίζει. Τρέπει το Πολιτικό ον σε σκέτο (ζω)ον. Δεύτερον και σε συνδυασμό με το πρώτο, όπως έγραψα στο άρθρο μου στις 3/12/2013, οι φανατικοί υπέρμαχοι της παραπάνω νοοτροπίας εκφράζονται μέσω μια ορισμένης ιδεολογίας η οποία αποπροσανατολίζει από την πολιτική και εστιάζει αποκλειστικά στην οικονομία της (δήθεν) αλληλέγγυας αναδιανομής μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών παραβλέποντας τη μεγάλη εικόνα. Τόσο οι τελευταίοι, όσο και οι ιδεολογίες της δήθεν ελληνικής «αυτονομίας» και της αποξένωσης δεν μπορούν να φανταστούν τη νέα πραγματικότητα. Γι’ αυτό, η γεωστρατηγική ως εθνική υπόθεση υπερβαίνει τις ιδεολογίες.
Το ζητούμενο παραμένει στο «αν» και το «πως» θα εκμεταλλευτεί η Ελλάδα την ευκαιρία για να αποκτήσει έναν αναπόσπαστο ρόλο στην όλη διαδικασία. Αν θα αποφύγει την αδράνεια, την ηττοπάθεια, τη δουλοσύνη του ραγιαδισμού και την εισαγόμενη «συλλογική ενοχή». Αν θα μετατρέψει την «αδυναμία» του νησιωτικού χώρου σε πλεονέκτημα και την ευρωπαϊκή «επαρχία» σε «κέντρο». Οι Έλληνες μπορεί να μην είμαστε καλοί στο όραμα και τους σχεδιασμούς σε καιρούς (πλαστής) ευημερίας, όμως αυτό δεν ισχύει καιρούς που υπάρχει η οντολογικά θεμελιωμένη Ανάγκη. Η προσμονή για χειροπιαστά αποτελέσματα συσπειρώνει περισσότερο από τα παραμύθια. Πλέον, η γεωπολιτική θα είναι δείγμα υψηλής πολιτικής και το νέο έτος με την Ελληνική Προεδρία της Ε.Ε. θα είναι η χρονιά της γεωστρατηγικής.
Δημήτρης Κ. Μίμης
MSc, Διπλ. Μηχανικός και Σύμβουλος
Επιχειρήσεων
dmimis@dpm.gr