Μπαίνουντας ἡ Δικαπινταύγουστους ἀρχινοῦσι κι ἡ νηστεία γιὰ δικατέσσιρις μέρις. Οἱ μάννιζμας στοὺ χουργιὸ ἱτοίμαζαν κι φαϊὰ σαρακουστχιανά.
Ἕνα ἦταν ἡ σκουρδάρ’, π’ν’ἔφκιαναν στοὺ σπίτ’, στοὺ χουράφ’, στοὺ θέρου, στοὺ στούμπζμα στὰ κθάργια κι τς βρίζας ἢ στ’ἁλώνια. Καθάρζαν καμπόσα σκλίδγια σκόρδα κι τὰ στούμπζαν μὶ τοὺ στούμπου κι μι χουντρὸ ἅλας στ’ γκούμπζα. Ἅμα ἔλυουναν αὐτάϊας ἔρχναν ξύδ’ κι λάδ’, ἅμα εἶχαν, κι νιρό. Τοὺ ξύδ’ μὶ τοὺ λάδ’ τοὖχαν στοὺ ἴδγιου τοὺ πουκάλ’. Τἀνακάτουναν κι ἔρχναν. Ὕστιρα ἔκουβαν μέσα ξηρουκόμματα κι ἔφκιαναν χουντρουπάπαρα. Πλιακουτοῦσαν ἀ κι χλιαρνοῦσαν ὅλ’ γιὰ νὰ προυλάβισκναν νὰ φᾶν ἀποὺ λίγου.
Ἄλλου φαΐ ἦταν τὰ ζματζμένα τὰ πατλιτζιάνια κι οἱ πιπιργιές. Ἔπιρναν τοὺ πατλιζιάν’ κι τόσκζαν στ’ μέσ’ κάτ’ κι κάτ’. Ὄχ’ ὅμους ὄξου κι ὄξου. Κρατοῦσι ἱνουμένου ἀπ’ ‘νἀπάν τ’μιριὰ μὶ τοὺ κιφάλιτ’. Ἅμα ζματίζουνταν καλά, ὕστιρα τἄβαναν στοὺν τράπιζου κι μὶ λίγου κλίσ’ κατηφουρκά. Ἰκεῖα αὐτὰ στράγκζαν κι ἔβγαναν τοὺ ζμί τα. Τοὺ ζμὶ εἶχι κι λίγου πικράδα κι ἔτσιας γλύκυναν. Ἅμα στράγκζαν καλά τὰ γιόμπζαν. Στούμπζαν πάλι σκόρδου κὶ χουντρὸ ἅλας μὶ τοὺ στούμπου, ψιλόκουβαν κι φρέσκου ἁδυάζμου κι μὶ τιαὐτόϊας τοὺ χαρμάν’ γιόμπζαν τὰ πατλιτζιάνια κι τἄβαναν σὶ κάνα τέντζιρα γιατ’ ἰτότις δὲν ὕπαρχαν αὐτάϊας τὰ τάπιρ ἀπ’ σιαπάν’ ἀπ’ ‘ν Ἰβρώπ’ (ὤχ πάλι αὐτὴν ἡ Ἰβρώπ’). Τοὺ ἴδγιου πάλι ἔφκιαναν κι μὶ τς πιπιργιές.
Μιτιαὐτάϊας τὰ προυσφάϊα ἀπιρνοῦσαν ἰτότις τοὺν Δικαπινταύγουστου. Ἄει ξιαστόχσα. Ἅμα καένας εἶχι, ἔτρουγι κι ἀποὺ λίγου μέλ’. Ἔτσιας νήστιβι ἡ κουσμάκς στὰ χουργιά μας τοὺ κιρὸ ἰκείνῳ.
Αὐτάϊας μ’εἶπι ἡ Μάνναμ’
προυΐ προυΐ 1 Αὐγούστου 2019
ἀρ.νι.μα.