Μια όμορφη ιστορία δεν χρειάζεται να υπόκεινται σε κανόνες της κοινωνίας, ούτε σε άψυχα στερεότυπα. Μια όμορφη διαδρομή παραβλέπει αγκάθια και δάκρυα..αντανακλά αυτά που φαίνονται μόνο μέσα από την αναγκαιότητα της καλοσύνης και της αξιοπρέπειας, χωρίς να γνωρίζει ανθρώπινα σύνορα….
Ο Ντάνυ, ένας δεκαεξάχρονος Αλβανικής καταγωγής, επισκέπτεται τον μεγαλύτερο αδερφό του στην Αθήνα αμέσως μετά τον θάνατο της μητέρας τους. Με πρόφαση τον κίνδυνο της απέλασης και της οικονομικής δυσχέρειας τον πείθει να ξεκινήσουν ένα ταξίδι μέχρι την Θεσσαλονίκη, με σκοπό να βρουν τον Έλληνα πατέρα τους ο οποίος τους εγκατέλειψε χρόνια πριν..
Μια από τις καλύτερες ταινίες του σύγχρονου Ελληνικού Κινηματογράφου αποτελεί αυτή η δημιουργία του σκηνοθέτη Πάνου Κούτρα (Στρέλλα, Αληθινή Ζωή, Η Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά) που εστιάζει σε πολλά θέματα και προβλήματα της σύγχρονης Ελλάδας, κυρίως αυτό του ρατσισμού που αγγίζει πια τα όρια του φασισμού και σήμερα ενισχύεται ιδιαίτερα μέσα από πολιτικές επιρροές. Η μετανάστευση είναι ένας τομέας που επιβάλλει επιτακτικές λύσεις για τους τόσους ανθρώπους που ενώ έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε μια χώρα, καταλήγουν να νιώθουν εντελώς ξένοι, όπως μαρτυρά και ο αλληγορικός τίτλος της ταινίας. Ο Κούτρας χρησιμοποιώντας την ίδια ευαισθησία και βάθος στους χαρακτήρες, όπως και στην πρώτη του επιτυχία, το Στρέλλα, με επιπλέον στοιχεία εξωπραγματικού και κωμικού, μας παρουσιάζει μια όμορφη ιστορία δυο εφήβων που ενηλικιώνονται μέσα από το μικρό ταξίδι τους. Οι οικογενειακές σχέσεις, η ομοφυλοφιλία, η γονεϊκή επίδραση και εγκατάλειψη προσεγγίζονται με τρόπο που θυμίζουν τις ταινίες του Αλμοδόβαρ, εδώ όμως επικεντρώνονται στο αντρικό φύλο, μόνο ”τυπικά” όμως. Μέσα από τις αντιθέσεις της Ελλάδας, μεταξύ κέντρου και επαρχίας, από την αποπνικτική και αφιλόξενη Αθήνα, τη παρακμή των απομονωμένων μπουζουκτσίδικων της Λάρισας, ως ένα εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο στην Κοζάνη, να γεμίζει ζωή με τα όνειρα νέων ανθρώπων, να ανθίζει με φιλοδοξία και ελπίδα. Το σύνολο ολοκληρώνουν οι πολύ καλές ερμηνείες του Κώστα Νικούλι και Νίκου Γκέλια, που συνοδεύονται από ένα υπέροχο soundtrack, κυρίως παλιών ιταλικών τραγουδιών της Patty Pravo και της Raffaella Carrà. Η ταινία άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις στην πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ των Καννών και ακολούθησε μια αξιοσημείωτη πορεία και σε άλλα Ευρωπαϊκά Φεστιβάλ, ενώ κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ταινίας από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.