‘-Γειά σου Γιάννε. Πας βόλτα;
-Γειά σου Χάμπο. Ναι. Είδα τον καιρό καλό και είπα να περπατήσω λίγο.
-Πολύ καλά κάνεις. Να σου κάνω παρέα;
-Και γιατί όχι; Η βόλτα είναι πολύ καλύτερη με παρέα. Μόνο θα βαδίζουμε σιγά. Έτσι Χάμπο;
-Νομιζεις Γιάννε εγώ μπορώ να τρέχω. Σιγά – σιγά θα πάμε…
-Κοίτα Χάμπο, στην αυλή του δημοτικού. Κοίτα τα παιδιά που κάνουν γυμναστική…
-Δες τα ζαγάρια πως τρέχουν. Νιάτα Γιάννε. Νιάτα! Συ Γιάννε αναπολείς από τότε που ήσουν δάσκαλος; Θυμάσαι ιστορίες;
-Τώρα που είδα τα παιδιά στη γυμναστική, μου ‘ρθε στο νου ένα περιστατικό.
-Πε ατό βρε Γιάννε.
-Έ να. Ήταν τότε που μας ήρθε από το Υπουργείο μια εγκύκλιος. Ζητούσε από τους μαθητές να φέρουν στο σχολείο μια βεβαίωση ιατρού ότι μπορούν να συμμετέχουν,χωρίς κίνδυνο για την υγεία τους, στο μάθημα της γυμναστικής.
-Έ ναι! Είναι σοβαρό αυτό.
-Βεβαίως, βεβαίως…Πολύ καλά κάνανε. Το λέει, λοιπόν, η γυμνάστρια στα παιδιά. Εκείνα σιγά – σιγά έφεραν τις ιατρικές βεβαιώσεις.
-Μπράβο. Είδες το σωστό; Και έφεραν όλα Γιάννε τη βεβαίωση.
-Έφεραν όλα εκτός από τον Πανίκα, ένα παιδί παλιννοστούντων. Φτώχεια, καταλαβαίνεις Χάμπο! Φτώχεια καταραμένη. Έφτασε από το Σεπτέμβριο το Πάσχα και χαρτί δεν έφερνε.
-Η γυμνάστρια δεν του το ζητούσε;
-Ισαμε τριανταριά φορές, μπορεί και παραπάνω. Τίποτα ο Πανίκας!
-Έ και τι κάνατε τελικά;
-Μια μέρα τον φωνάζω, μαζί με τη γυμνάστρια, και τον ρωτώ. Πανίκα έφερες το χαρτί απ’ το γιατρό;
-”Όχι κύριε” με λέει και κοιτάει στο χώμα…
-Τέλος πάντων Πανίκα, στο μπαμπά σου το είπες;
-”Το είπα κύριε” με λέει και ξαν τερεί χαμηλά…
-Κι αυτός τι σου είπε, τον ρωτώ;
-Αυτός, κύριε, με είπε “εμείς τίποτα δεν παθαίνουμε”!