Η κλιματική αλλαγή, όσο κι αν δυσκολευόμαστε να την αποδεχθούμε, έχει ξεκινήσει κάνοντας αισθητή την παρουσία της στη χώρα μας, αλλά και την περιοχή μας.
Οι λίγο μεγαλύτεροι σε ηλικία θυμόμαστε τις έντονες χιονοπτώσεις του χειμώνα, το τσουχτερό κρύο και την χρονική στιγμή που εκδηλωνόταν, κυρίως μεταξύ Οκτωβρίου και πρώτων ημερών του Απριλίου. Πλέον τα δεδομένα έχουν αλλάξει σημαντικά. Οι χειμώνες είναι ήπιοι και τα έντονα καιρικά φαινόμενα εμφανίζονται όλο πιο συχνά την άνοιξη και το καλοκαίρι.
Απόρροια αυτών των κλιματικών αλλαγών είναι οι απρόβλεπτες καταστροφές στον πρωτογενή τομέα. Σαφώς, ποτέ δεν μπορεί κανείς να προεξοφλήσει την πορεία του καιρού και πάντα υπήρχαν ζημίες στις παραγωγές, όμως αυτές τα τελευταία χρόνια εντείνονται.
Αυτό συνέβη και φέτος το χειμώνα. Όπως μας είπε ο κ. Κυριάκος Λωτίδης, μέλος του Αγροτικού Συλλόγου Βερμίου, ο ήπιος χειμώνας που διανύσαμε δημιούργησε προβλήματα ακαρπίας στα μήλα. Μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις παραγωγών αυτό αγγίζει και το ποσοστό του 40%. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι πριν ακόμη ξεκινήσει η παραγωγή, παρουσιάζονται απώλειες, που φυσικά θα οριστικοποιηθούν πλήρως λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια της συγκομιδής.
Να θυμίσουμε ότι οι μηλοπαραγωγοί έχουν πραγματοποιήσει πληθώρα κινητοποιήσεων τους προηγούμενους μήνες, διεκδικώντας κάλυψη του χαμένου εισοδήματός τους λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής και της χαμηλής τιμής διάθεσης του προϊόντος.
Εκτός όμως από την ακαρπία στα μήλα, προβλήματα δημιουργήθηκαν σε δενδροκαλλιέργειες στην περιοχή της Ανατολικής Εορδαίας & Νότιας Λεκάνης Βεγορίτιδας. Σύμφωνα με δηλώσεις του παραγωγού και Αντιπροέδρου του Αγροτοκτηνοτροφικού Συλλόγου Ανατολικής Εορδαίας & Νότιας Λεκάνης Βεγορίτιδας, κ. Θανάση Διαμαντίδη, ο παγετός που σημειώθηκε τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο κατά τόπους, δημιούργησε ζημίες και καταστροφές, οι οποίες – ναι μεν εντοπίζονται – αλλά δεν μπορεί σε αυτή τη χρονική στιγμή να προσδιοριστεί το μέγεθός τους.
Συμπερασματικά, πριν ακόμη ξεκινήσει η παραγωγή και η συγκομιδή στις δενδροκαλλιέργειες, υπάρχουν προβλήματα, με τους παραγωγούς να μην γνωρίζουν τόσο για το μέγεθος της παραγωγής όσο και για τις τιμές που θα μπορέσουν να διαθέσουν τα προϊόντα τους.