«Ἡ Τζιουνουνάτσιους ἦταν πιδὶ τ’Τζιουνουμήκα κι τς Τζιουνουμήκηνας, μαζὶ μὶ τοὺν Τζιουνουβάγγιλου κι τοὺν Τζιουνουζιώγα. Ἅμα χήριψι ἡ Τζιουνουμήκηνα παντρέφκι μὶ τοὺν Σταθουγκουντῆ, π’τοὺν ἴλιγι ἡ πατέραζμ’ ἡ Γκουντῆς τςΣτάθινας. Αὐτὸς πάλι εἶχι κουρίτσ’ τ’Σουφία π’παντρέφκι μὶ τοὺν Γκουριαμουβαγγέλ’. Ἡ Τζιουνουμήκηνα κι ἡ μάννα τ’Γκουριάμα ἦταν ἀδιρφές. Ἔτσιας δὲν εἶχαν συγγένιου μὶ τ’Σουφία, γιατιαὐτὸ κι ‘μπάντριψαν μὶ τοὺν Γκουριάμα.
Ἡ Νάτσιους ἦταν παντριμένους μὶ ‘νΚατιρίν’ τ’Σκαρίμπα, κι ἀδιρφή τς ἦταν ἡ Σουλτάνα ἡ Ξινουϊάννινα. Αὐτοὶ εἶχαν πιδγιὰ τοὺν Τζιουνουμήτσιου, τοὺν Χιλλέα π’σκουτῶθκι στ’ἀνταρτκά, τοὺν Τζιουνουλία, τ’Γιάννου π’παντρέφκι μὶ τοὺν Γιάνν’ τοὺν Καβουρίδη ἀποὺ ἦταν σουφέρς κι εἶχι τοὺ λιουφουρείου στοὺ χουργιό, κι τ’Μαρία τ’Χρήσου τ’Μπιτζάρα.
Τὰ λέου ὅλα ὅπως τἄλιγάμι στοὺ χουργιὸ γιὰ νὰ συνουϊούμιστι ὅσ’ ξέρν’. Ἄν τὰ ποῦμι μὶ τὰ κανουνικὰ παρουνόματα-ἰπίθιτα δὲ θὰ καταλαβαίνουμι καντίπουτας.
Ἡ Τζιουνουνάτσιους, προυτοῦ νὰ μᾶς κάψν οἱ Γιρμανοί, π’ νὰ μὴ φαίνουνταν, τ’ἉηΒασιλειοῦ κατέφκι κάτ’ στὰ μαντριά τς στοὺ Ζντιάν’ κι εἶπι τὰ μκρότιρα τ’ἀδέρφχιατ’, τοὺν Ζιώγα καὶ τοὺν Βαγγέλ’, νὰ ἀνιβοῦν στοὺ χουργιὸ κι νὰ χουρέψν στοὺ μισουχώρ’ τοὺν ἉηΒασίλ’ μὶ τἄλλα τὰ πιδγιά. Ἔκατσι αὐτὸς στοὺ κουπάδ’, ἀλλὰ σν καλύβα τς ζαλίσκι κι ἔπισι. Ἔπισι ὅμως στ’ μέσ’ ὅπ’ εἶχι φουτχιὰ ἡ πραστχιὰ ἀναμμέν’, ὅπους εἶχαν ἰτότις οἱ καλύβις. Δὲν τοὺ κατάλαβι ἡ ἄνθρουπους, ἅρπαξι φουτχιὰ κι κάηκι κάμπουσου. Ὅταν τοὺ κατάλαβι ἔσκουξι. Τοὺν ἄκσαν ἀπ’ ἀντίπιρα ἀπ’ τοὺ Μαναστήρ’ κι πχιάλτσαν. Τοὺν κλούργιασαν μὶ ἕνα σάϊζμα, τοὺν ἔβαλαν καβάλα στ’σέλα στοὺ μαύρου τ’ἄλουγου τ’ἡγούμινου τ’Ἰλισσαίου κι τοὺν ἴφιραν στοὺ χουργιό.
Ἰγὼ τἄγλιπνα ὅλ’αὐτάϊας γιατ’ἤμασταν γειτουνιὰ μὶ τς Τζιουνάδεις. Ὅμους δὲν πῆγι 5-6 μέρις κι τέλειουσι, γιατ’ εἶχι καεῖ πουλύ. Ἔτσιας ἄφκι τὰ πιδγιάτ’ οὐρφανά.
Τὶ νὰ πῆς, μάνναμ’ καλή! Τὶ πόν’ εἶδαν οἱ ἀνθρῶπ’ σαὐτὴν τ’γῆ»!
Τρίτ’ 19.5.2020
δγυὸμέριςπ’ἄνξανοἱἸκκλησιὲςμας
παπαδγιἈφουδίτ’
κι ἡ γιόςτς ἀρ.νι.μα.