‘-Έλα, Γιώργο. Θα πιεις καφέ;
-Ναι, Γιάννε, αλλά δε θα κεράσεις ξανά εσύ. Φτάνει με το κέρασμα!
-Γιώργο, εσύ είσαι φοιτητής και είσαι και φαντάρος, αποκλείεται λοιπόν. Πετράκη, καφέ για τον Γιώργο!
-Ευχαριστώ, Γιάννε, αλλά να ξέρεις πως το παρακάνεις.
-Θα έρθει η σειρά σου,Γιώργο. Θα τελειώσεις το Πολυτεχνείο, θα βρεις καμία δουλειά και τότε θα κερνάς κι εσύ πια κανένα καφέ τον Μπάρμπα Γιάννε…
-Μακάρι Γιάννε, αλλά δεν τα βλέπω και πολύ καλά τα πράματα. Με την ανεργία που έχει; Άντε και τέλειωσα το Πολυτεχνείο. Μετά, τι θα γίνει, μετά;
-Πάντα κάτι υπάρχει,Γιάννε!
-Πάντα κάτι υπάρχει,Γιάννε, αλλά άντε να το βρεις πιο είναι!
-Ανάλογα με τις εποχές είν’ αυτά, Γιώργο. Αυτά αλλάζουν. Δεν είναι σταθερά. Τα πάντα ρει. Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει!
-Ναι, Γιάννε, καταλαβαίνω. Και ψάχνομαι ήδη. Θα δούμε. “Δε θα χαθώ”, λέω κι εγώ μέσα μου!
-Όχι βέβαια, Γιώργο. Τέτοιες στιγμές θυμάμαι τη μάνα μου τη Ζώγια που μ’ έλεγε: “Γιάννε, πούλι μ’ άμα εν φτώχια γενική, τότε βλέπεις ο κόσμος να μαζεύεται”.
-Είναι πολύ σωστό αυτό που σ’ έλεγε η Ζώγια. Μαζεύτηκαν; Συρρικνώθηκαν, ο κόσμος. Τρύπωσαν και δεν ξετρυπώνουν με τίποτα, μη τυχόν και χαλάσουν κανένα Ευρώ!
-Τι να κάνουν, βρε Γιώργο; Έτσι που λες. Μετά συνέχιζε η Ζωγια: “Με τα παλιά τη βγάζουν, Γιάννε,να ξέρεις”.
-Όπως και σήμερα, έεε Γιάννε;
-Ναι για. Παιδί εγώ, τα έπαιρνα τις μετρητοίς και την έλεγα: “Κι αφού είν’ παλιά, πως και δε χαλάνε να τα πετάξουν”;
-Σωστή ερώτηση, αν και παιδί, Γιάννε!
-Σωστά! Τότε έπαιρνε το λόγο ο πατέρας μου, ο Αβραάμ, κι έλεγε: “Δε τα πετούν, Γιάννε, γιατί τα φροντίζουν πολύ! Τα επιδιορθώνουν, ράβουν τα κουμπιά, τα αερίζουν, τα πλένουν και τα σιδερώνουν! Τα κρατούν για χρόνια σα καινούργια! Δε τα πατσαβουριάζουν”! “Και τα παπούτσια”, ρώτησα τότε εγώ;
-Μπράβο, Γιάννε! Σωστές οι ερωτήσεις σου. Από παιδί, μετρημένος ήσουν!
-“Και τα παπούτσια” μ’ έλεγε τότε η Ζωγια. “Τα πάνε στον τσαγκάρη και τα περνάνε σόλες, τα βάφουν, τα γυαλίζουν, συχνά – πυκνά. Τα περιποιούνται, Γιάννε” μ’ έλεγε η Ζωγια.
-Κοιτα τώρα, Γιάννε, τι σου ήταν η Ζώγια; Και ο Αβραάμ, βέβαια. Σπουδαία μυαλά. Έβλεπαν μπροστά απ’ την εποχή τους.
-Που το πας, Γιώργο;
-Για σκέψου, Γιάννε. Έχουμε φτώχια;
-Έχουμε, Γιώργο. Από φτώχια, έχουμε να κάνουμε εξαγωγή…
-Μαζεύτηκε ο κόσμος, Γιάννε;
-Μαζεύτηκε, Γιώργο.
-Άρα, δεν ψωνίζει ούτε ρούχα, ούτε παπούτσια. Σωστά;
-Σωστά, Γιώργο.
-Άρα, τι δουλειά μπορεί να πετύχει, Γιάννε;
-Τι, Γιώργο;
-Τσαγκάρικο και επιδιορθώσεις ρούχων. Δύο σ’ ένα. Να ποιο είν’ το μέλλον. Και βρήκα και τίτλο για το μαγαζί!
-Για πες, Γιώργο;
-Το μαγαζί θα λέγεται: “Μικρό Πολυτεχνείο”!