‘-Προχώρησε ο Σεπτέμβρης, έεε Χάμπο;
-Ναι, Γιάννε, για πότε περάσαμε τα μισά, ούτε που το κατάλαβα. Θα πυκνώσουν οι βροχές. Θα ποτίσει καλά η γη. Θ’ αρχίσουν τα οργώματα. Αλλού, ήδη, οργώνουν…
-Αλλού έβρεξε πιο νωρίς. Γι’ αυτό.
-Το όργωμα, έεε Γιάννε; Το όργωμα!
Ναι, Χάμπο. Το όργωμα είναι κάτι τόσο…όμορφο. Τώρα βέβαια, δεν είν’ το υνί και το βόδι, όπως τα παλιά τα χρόνια. Τώρα είν’ το τρακτέρ με τα άλογα. Πολλά άλογα. Ως και Ferrari τρακτέρ έχει. Μια γραμμή οργώνει το τρακτέρ και το αποτέλεσμα αμέσως φαίνεται στο μάτι.
-Αλήθεια, Γιάννε. Ευκολίες. Πολύ διαφορετικά από τότε…Ξεκούραστα!
-Βέβαια. Έχει διάφορες το όργωμα του τότε και του τώρα, έχει όμως και μια βασική ομοιότητα.
-Ποια, Γιάννε, για πες.
-Την μυρωδιά τη σκαμένης γης. Το χώμα που γυρίζει κι έρχεται το κάτω – πάνω. Υγρό. Όλο μυρωδιές. Η υγρή γη μυρίζει μοναδικά…
-Εμενα το λες, Γιάννε. Θα σε πω μιαν ιστορία πάνω σ’ αυτό. Παιδί ακόμα, στο Ριζάρι.
-Δημοτικό;
-Όχι, Γιάννε. Γυμνάσιο. Γύρω στο ’69 μπορεί και το ’70. Ζούσαμε πια εδώ…Πτολεμαΐδα. Εσωτερικοί μετανάστες. Ο πατέρας μου για, ο Θεόφιλος, μπήκε στη ΔΕΗ. Όμως με κάθε ευκαιρία πηγαίναμε στο Ριζάρι.
-Λοιπόν, Χάμπο…
-Λοιπόν, Γιάννε, στο Ριζάρι έχω έναν ξάδερφο, τον Κωστάκη. Τώρα θα ‘ ναι κοντά εβδομήντα χρόνων. Αυτός που λες πουλούσε τότε μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, αλλά και τρακτέρ και μηχανήματα αγροτικά. Είχε και αντιπροσωπεία στα τρακτέρ.
-Μπράβο στον Κωστάκη. Στο Ριζάρι αυτά;
-Ναι! Μια μέρα, που κανονικά έπρεπε να πάει για όργωμα ο αδερφός του, που ήταν και ο αγρότης, για να οργώσει…όμως του λέει ο Κωστάκης του αδερφού του. “Άσε, θα πάω εγώ”. “Καλά είπε ο αδερφός του”.
-Πως κι ήθελε να πάει αυτός;
-Μπορει να ήταν έμπορος, όμως τον άρεσε τον Κωστάκη η αγροτική ζωή. Η γη. Το όργωμα ειδικά!
-Μπράβο στον Κωστάκη. Κι ενώ τα μηχανήματα και τ’ αμάξια ήταν η δουλειά του…
-Βέβαια. Επί πολλά χρόνια. Αλλά η γη, Γιάννε, είν’ άλλη περίπτωση. Μου λέει ο Κωστάκης: “Καβάλα ρε στο μεγάλο το τρακτέρ να πάμε να οργώσουμε το τρίγωνο τσάκα – τσάκα. Τέσσερα στρέμματα είν’ όλο κι όλο. Μέχρι να πεις κίμινο τελειώσαμε”. “Πάμε”, του λέω.
-Χαρά εσύ φαντάζομαι, έεε Χάμπο;
-Χαρά! Χαρά να δεις! Καβαλάμε το θηρίο το τρακτέρ που το είχε για…πως λέμε τώρα test drive και πάμε στο τρίγωνο. Έτσι το λέγαμε το χωράφι. Τότε τα χωράφια είχαν ονόματα.
-Και λοιπόν. Πήγατε;
-Πήγαμε για. Κατεβάζει τα άροτρα και φαρ – φουρ αρχίζει το όργωμα. Βιρτουόζος! Σα να έπαιζε το βιολί όργωνε ο Κωστάκης. Όργωνε τη γη με μαεστρία. Μου λέει τότε: “Μύρισε την οργωμένη γη, ρε Χάμπο”!
-Μύριζε έντονα, έεε Χάμπο;
-Ναι, Γιάννε. Μαγεία. “Μύρισε καλα”, με λέει,”Αυτή είν’ η μόνη αλήθεια στη ζωή”!