Γράφοντας το συγκεκριμένο κείμενο ,θα προσπαθήσω να καταθέσω τα επιχειρήματά μου, τεκμηριώνοντας την άποψη μου για τη συμφωνία των Πρεσπών, αφήνοντας στην άκρη τα συνθήματα.
Στο πρόσφατο παρελθόν , πρώτα το 1993 και μετά το 2008 , οι πρόεδροι εκείνων των κυβερνήσεων επέλεξαν την εθνική στρατηγική γραμμή, εφόσον και οι δυο συνομίλησαν με τους προέδρους των κομμάτων και αποφάσισαν από κοινού την εθνική στρατηγική γραμμή της χώρας.
Το 1992 η απόφαση του συμβουλίου των αρχηγών των πολικών κομμάτων διασαφήνιζε ότι η Ελλάδα δεν συμφωνεί σε καμία ονομασία που θα εμπεριέχει το όνομα Μακεδονία. Η εθνική γραμμή του 2008 ήταν η σύνθετη γεωγραφική ονομασία -ERGAOMNES- έναντι όλων. Δηλαδή, μια ονομασία που θα ισχύει στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στην αναγνώριση της από τις υπόλοιπες χώρες καθώς και από τους διεθνείς οργανισμούς.
Η σημερινή κυβέρνηση , ξεκίνησε θεωρώντας πως η εθνική γραμμή της χώρας , είναι η απόφαση του 2008 δηλαδή σύνθετη ονομασία -ERGAOMNES-. Επιπλέον, παρερμήνευσε την συγκεκριμένη εθνική γραμμή, αφού η ελληνική αντιπροσωπεία και οι ελληνικές θέσεις το 2008 δεν ανέφεραν για αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας και εθνικότητας.
Αυτή η άποψη στηρίζεται στα πεπραγμένα των προηγούμενων κυβερνήσεων , οι οποίες πέτυχαν το 1993 να αναγνωριστεί το αντισυμβαλλόμενο μέρος ως «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» από το συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ και την ενδιάμεση συμφωνία η οποία υπογράφτηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής , που ανάγκασε την γείτονα χώρα να δεχθεί την ονομασία ΠΓΔΜ , με την οποία θα αναγνωριζόταν από τους διεθνείς οργανισμούς.
Το 2008 στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ και σε ζήτημα που δεν ήταν στην ατζέντα της συζήτησής εκείνης της ημέρας, τέθηκε από την ισχυρότερη χώρα που συμμετέχει στην Βορειοατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ) το θέμα της ένταξης της γείτονας χώρας, με την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» .Η Ελληνική αντιπροσωπία , δήλωσε πως δεν δέχεται μια τέτοια πράξη και δεν θα την δεχτεί και στην ημερήσια διάταξης της συνόδου.
Η Ελλάδα βρήκε αρκετές χώρες να συμμαχούν μαζί της , παρά την αναγνώριση της γείτονας χώρας ως «Μακεδονίας» από 146 χώρες. Το επιχείρημα λοιπόν της κυβέρνησης ότι , η γείτονα έχει αναγνωριστεί από 146 χώρες και η Ελλάδα εξαρχής μπαίνει αποδυναμωμένη σε αυτή τη διαπραγμάτευση , είναι έωλο.
H ανάλυση της συμφωνίας μπορεί να διεξαχθεί εξετάζοντας τα θετικά που πέτυχε η κυβέρνηση πρώτα και μετά τα αρνητικά που δημιουργούνται από την γέννηση της συμφωνίας.
Πρώτο και κυριότερο είναι η αποδοχή της συνταγματικής αλλαγής του ονόματος της γείτονας χώρας , η σημαντικότητα όμως αυτού του δεδομένου παύει να υφίσταται με την διατύπωση των αρνητικών στοιχείων που προκύπτουν από τη συμφωνία.
Το δεύτερο θετικό στοιχείο είναι η αποδοχή των γειτόνων ότι, δεν έχουν καμία σχέση με την αρχαία ελληνική Μακεδονία και πως ο Μέγας Αλέξανδρος δεν μπορεί να έχει καμία ιστορική σύνδεση μαζί τους.
Το τρίτο στοιχείο είναι η παραδοχή της ΠΓΔΜ για ύπαρξη στοιχείων αλυτρωτισμού στο σύνταγμα της, αλλά και στη καθημερινότητά, από τη στιγμή που τα βιβλία που διδάσκονται στα σχολεία τους εμπεριείχαν αλυτρωτισμό απέναντι στην Ελλάδα.
Η αποδυνάμωση του πρώτου θετικού στοιχείου έρχεται από το γεγονός πως η Ελλάδα τους αναγνωρίζει την γλώσσα ως «μακεδονική» με την υποσημείωση πως ανήκει στις νότιο-σλαβικές γλώσσες , όποτε ντε-φάκτο η Ελλάδα αναγνωρίζει τη «μακεδονική» γλώσσα , που μέχρι στιγμής αυτό δεν συνέβη πότε. Το επιχείρημα ότι η Ελλάδα είχε αναγνωρίσει την γλώσσα των γειτόνων μας ως «Μακεδονική» είναι έωλο και αστήριχτο.
Καθώς το 1977 στη συνδιάσκεψη του ΟΗΕ το θέμα ήταν η τυποποίηση των γεωγραφικών ονομάτων , όπως επίσης το 1977 το γειτονικό κράτος δεν υπήρχε, το 1977 δεν υπήρξε η γέννηση καμίας γλώσσας και ειδικά πόσο της μακεδονικής . Άρα το συγκεκριμένο επιχείρημα σε καμία περίπτωσης δεν ενίσχυσε την ελληνική θέση αντιθέτως την αποδυνάμωσε περισσότερο και έδωσε πλεονεκτήματα στους γείτονες.
Η αναγνώριση της γλώσσας ως μακεδονική δίνει την δυνατότητα στους γείτονες να κτίσουν την εθνική τους ταυτότητα καθώς , βασικός παράγοντας για τη δημιουργία του έθνους και της της εθνικής ταυτότητας είναι η γλώσσα.
Επιπροσθέτως, στη συμφωνία η όποια υπάρχει στην αγγλική γλώσσα γίνεται λόγος για «Macedoniannationality» , η κυβέρνηση στηρίζει πως «nationality» σημαίνει ιθαγένεια και όχι εθνικότητα. Μπορεί όντως τη λέξη «nationality» οι αρμόδιοι ελληνικοί φορείς να τη μεταφράζουν ως ιθαγένεια , αλλά το ουσιώδες είναι πως όλοι οι διεθνείς οργανισμοί και οι υπόλοιπες χώρες θα χαρακτηρίσουν τη συγκεκριμένη λέξη ως παράγοντα της εθνικής τους ταυτότητας.
Το πιο σημαντικό όμως από αυτά τα καταγεγραμμένα στοιχεία, είναι ότι στη ρηματική τους διακοίνωση κάνουν ξεκάθαρα λόγο για μακεδονικό λαό, δηλαδή ξεκαθαρίζουν ότι το έθνος τους είναι μακεδονικό.
Η ερμηνεία της συμφωνίας λοιπόν μέχρι στιγμής είναι, η ύπαρξη πλέον της νέας ονομασίας της γείτονας χώρας ως «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», οι πολίτες αυτής της χώρας ονομάζονται «Μακεδόνες» ή κάτοικοι της Βόρειας Μακεδονίας, η γλώσσα που αναγνωρίζεται «μακεδονική» και ο λαός που ζει σε αυτή τη χώρα που ονομάζεται «μακεδονικός».
Οπότε έχουμε την αναγνώριση του Μακεδονικού έθνους και την αναγνώριση του κράτους της Βόρειας Μακεδονίας. Η ιστορία μας έχει δείξει ότι τα έθνη είναι αυτά που προσδιορίζουν τα κράτη και όχι το αντίστροφο.
Η κυβέρνηση λοιπόν άστοχα , ενώ κέρδισε κάτι σημαντικό , στην ουσία το απεμπόλησε διότι τους αναγνώρισε ως έθνος δίνοντας τη δυνατότητα να χαρακτηρίζονται «Μακεδόνες» και αργότερα αυτό το δεδομένο θα τους δώσει τη δυνατότητα να μιλούν για χώρα «Μακεδονία».
Το επιχείρημα της ιστορικότητας της Μακεδονίας και η παραδοχή ότι δεν σχετίζονται με τον Μέγα Αλέξανδρο , είναι ανούσιο. Ο υπόλοιπος κόσμος , γνώριζε και γνωρίζει την ιστορική αλήθεια και αυτό δεν επιδέχεται καμίας αμφισβήτησης, είναι εύκολα ανιχνεύσιμο , με μια αναζήτηση στο διαδίκτυο μπορεί κανείς να το εξακριβώσει.
Το τρίτο στοιχείο , αυτό του αλυτρωτισμού και την απόφαση να τροποποιήσει το γειτονικό κράτος εδάφια από το σύνταγμα του τα οποία αναφέρονται σε αλυτρωτισμό είναι μεν θετικό αλλά ακόμη δεν έχει γίνει ορατό διότι δεν γνωρίζουμε το τελικό κείμενο του συντάγματος της γειτονικής χώρας.
Στην ενδιάμεση συμφωνία του 1995 , το γειτονικό κράτος συμφώνησε ότι θα προχωρήσει στις απαιτούμενες αλλαγές από το σύνταγμα της τον αλυτρωτισμό καθώς να προσχωρήσει σε άμεση αλλαγή του συμβόλου που υπάρχει στη σημαία της και να σχεδιάσει μια νέα σημαία.
Το γειτονικό κράτος δεν σεβάστηκε καμία υποχρέωση από αυτές που είχε τότε. Το ερώτημα που γεννάται , είναι γιατί να τηρήσουν τώρα τη συμφωνία και πως η Ελληνική πλευρά δεν έλεγξε αν τηρούν τους όρους της συμφωνίας.
Η ψήφιση της συμφωνίας σημαίνει άμεση ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ.
Τελικά , ούτε σε αυτό το σημείο κέρδισε κάτι σημαντικό η ελληνική πλευρά , μέχρι στιγμής , αντιθέτως μπορεί να έχασε και να έχασε ουσιώδη ζητούμενα , υποθηκεύοντας τις επόμενες κυβερνήσεις , ώστε να μην μπορούν να διαπραγματευτούν.
Η συμφωνία είναι ξεκάθαρη , εφόσον ψηφιστεί καμία αλλαγή δεν μπορεί να γίνει σε επιμέρους άρθρα.
Συμπερασματικά, η συμφωνία είναι κακή επειδή οι αρνητικές συνέπειες και επιπτώσεις της είναι περισσότερες από τα όποια θετικά θα μπορούσε να δημιουργήσει. Η κυβέρνηση έκανε λάθος χειρισμούς καθώς σκέφτηκε κομματικά και όχι εθνικά , θέλοντας να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα στους κομματικούς της αντιπάλους, παρά στη κυβέρνηση της γείτονας χώρας.
*Ο Γιάννης Μετίσογλου είναι Οικονομολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Ευρωπαϊκής Πολιτικής και υπεύθυνος Ευρωπαϊκών Θεμάτων της ΝΟΔΕ Κοζάνης