‘-Και που είπαμε πως παίζετε με τη μπάντα σας Γιώργο;
-Όπου να ‘ ναι Χάμπο. Σε διάφορα μπαράκια κυρίως.
-Και παίζετε ροκ;
-Ναι Γιάννε. Κατά προτίμηση ελληνικό.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή Γιάννε, “Βασίλη”, “Τρύπες”, “Ξύλινα σπαθιά”, “Σιδηρόπουλο”, αλλά τι σου λέω τώρα; Σάμπως τους ξέρετε σεις αυτούς;
-Για πολύ γκιούμια μας έχεις βρε Γιώργο! Συ νομίζεις πως, ξαφνικά, εμείς ξυπνήσαμε εξήντα φεύγα χρόνων.
-Όχι. Δε λέω, αλλά δε σας έχω να ακούγατε και ροκ βρε Γιάννε!
-Εδω όμως Γιώργο, πέφτεις πολύ έξω! Διότι, εγώ που λες το 1963 πήγαινα έκτη δημοτικού, μπορεί και πρώτη γυμνασίου…
-Σοβαρά Γιάννε;
-Σοβαρά Γιωργο.
-Και συ Χάμπο;
-Εγώ το ‘63; Θαρρώ πήγαινα τρίτη δημοτικού…κάτι τέτοιο.
-Και λοιπόν. Τι ήθελες να πεις Γιάννε;
-Και λοιπόν Γιώργο, στην τσάντα μας επάνω, στη δερμάτινη την τσάντα που είχαμε για το σχολείο, ξέρεις τι γράφαμε με το μπλε στιλό;
-Τι Γιάννε; Δε πάει ο νους μου με τίποτα…
-Γραφαμε “Beatles”! Αυτό γράφαμε βρε Γιώργο, που θαρρείς πως εσείς ανακαλύψατε το ροκ και πως εμείς ζούσαμε στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού!
-Σοβαρά Γιάννε;
-Σοβαρά Γιώργο. Και τραγουδούσαμε τα τραγούδια τους. Τώρα τα λόγια τα αγγλικά; Λέγαμε ότι να ‘ταν. “Αϊ γουόν αχόλ γιο χεντ”…τέτοια λέγαμε. Ό,τι να ‘ταν λέγαμε!
-Από τότε λοιπόν Γιάννε! Και συ Χάμπο;
-Τι θαρρείς Γιώργο; Κι εγώ. Εγώ λίγα χρόνια αργότερα, στη σάκκα μου έγγραφα “Rolling Stones”. Αμ πως;
-Και για σταθείτε. Που τα ακούγαμε σεις αυτά τα τραγούδια; Θα με τρελάνεις βρε Χάμπο. Είχατε πικάπ;
-Πικαπ δεν είχαμε Γιώργο. Τα ακούγαμε όμως στις καφετέριες στα “τζουκμπόξ”. Δίναμε κάτι παραπάνω γιατί δουλεύανε με κέρματα. Δεν ήταν δωρεάν. Δεν ηταν τζάμπα η μαγκιά…
-Ά, τα ξέρω Χάμπο τα jukebox. Όμορφα είναι. Σήμερα τα έχουν για ωραίο ντεκόρ…
-Ναι Γιώργο. Αλλά τότε μιλάμε για τρελά πάρτι και χορό. Τρελό χορό με τα τζουκμπόξ. Όλα τα φράγκα μας εκεί τα δίναμε.
-Ήταν φορτωμένα με 45άρια δισκάκια. Βινύλιο! Ε, Γιάννε;
-Ναι Γιώργο. Φορτωμένα με πολλά δισκάκια. Μπορεί 100, μπορεί και παραπάνω! Έβαζες το κέρμα. Πατούσες τα κουμπιά. Συνδιασμό γράμματα και αριθμούς. Τότε σηκώνονταν ο βραχίονας, τα δισκάκια γύριζαν με μηχανισμό, σα το μύλο του Λούνα παρκ. Μόλις ερχόταν στη θέση η επιλογή σταματούσε να γυρίζει. Έπαιρνε ο βραχίονας το δισκάκι, το έβαζε στη θέση του, ερχόταν η βελόνα και…το ‘παιζε. Και να ο χορός!
-Ωραία περιγραφή έκανες Γιάννε.
-Ναι Γιώργο. Και θυμάμαι το 1972 η το ‘73, παραθερίζαμε οικογενειακώς στην Αγία Τριάδα, στο παραθαλάσσιο της Θεσσαλονίκης. Εκεί, ένα μαγαζί με τραπέζια στο δρόμο και με εξέδρα μέσ’ τη θάλασσα, είχε τζουκμπόξ. Έβαζα κέρμα και όλο το Κ-10 διάλεγα.
-Ποιο ήταν το Κ-10 Γιάννε;
-Ήταν ένα του Σαντάνα. “Σάμπα πα τι”. Ένα μπλουζ! Δως του και το ‘βαζα. Και κοίταζα ένα κορίτσι συνομίληκό μου, που παραθέριζε κι αυτό εκεί. Κοίταζα μπας και μεσ’ τη ματιά της βρω το σινιάλο να τη ζητήσω να χορέψουμε. Αλλά μπα! Δε μ’ έδινε αφορμή!
-Τι να πω! Μ’ έχετε αφήσει άφωνο.
-Τι νόμισες Γιώργο; Είσαι και συ, αλλά και ‘μεις παλιοροκάδες είμαστε!