Το ζήτημα της αναγνώρισης της γείτονος από τη χώρα μας, με κοινά αποδεκτή ονομασία, και της εισδοχής της με αυτήν στους διεθνείς οργανισμούς, ξεπερνάει τις κομματικές γραμμές.
Έχει, όμως, τις διαστάσεις που του αποδίδονται; Είναι τόσο σημαντικό για την Ελλάδα; Αναμφίβολα! Έχει διάσταση ιστορική, πατριωτική, οικονομική, πιθανότατα γεωπολιτική, ίσως και άλλες που δεν είναι πρόδηλες σήμερα.
Δεν είναι αντικείμενο του παρόντος η ανάδειξη της «ιστορικής αλήθειας». Δεν υπάρχει, όμως, καλόπιστος άνθρωπος στον πλανήτη, ο οποίος δεν θα αναγνώριζε ότι η μήτρα της Μακεδονίας είναι ελληνική και ότι ανεξάρτητα από τα γεωγραφικά όρια στα οποία κατά περιόδους εκτεινόταν, την πληθυσμιακή της σύνθεση, τα κυριαρχικά δικαιώματα που ασκήθηκαν στην επικράτειά της στο πέρασμα του χρόνου, τα ελληνικά της σπλάχνα ποτέ δεν ξεριζώθηκαν, όσο κι αν το προσπάθησαν κάποιοι…
Από την άλλη, γιατί να αποτελεί κίνδυνο η οικειοποίηση μέρους της πλούσιας ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς μας, από λαούς, οι οποίοι βλέπουν ή έστω αναζητούν στοιχεία συγγένειας προς αυτήν; Μα, τοπρόβλημα δεν είναι η οικειοποίηση, αφού, μάλιστα, σε αυτήν τα όρια τα θέτει ο νοικοκύρης… Ευπρόσδεκτοιόλοι οι λαοί, από τους Αιγύπτιους, τους Τατζίκους μέχρι και την φυλή τωνΚαλάς, που αισθάνονται καταβολές, δεσμούς, και επιρροές από τη συμμετοχή τους στη μεγάλη Μακεδονική Αυτοκρατορία.Η ιδιοποίηση και η παραχάραξη είναι το πρόβλημα. Ο αλυτρωτισμόςείναι το πρόβλημα και το γεγονός ότι μέχρι εχθές κάποιοι αρνούνταν ότι υπάρχουν τέτοια σχέδια στα συρτάρια του νεοπαγούς κρατιδίου και σήμερα ξαφνικά τα ανακάλυψαν και θριαμβολογούν για την απάλειψή τους από τα συνταγματικά του κείμενα.
Μα, σοβαρά τώρα, κινδυνεύουμε από αυτούς; Φυσικά και όχι! Αλλά, σοβαρά τώρα, αυτοί είναι που μας πιέζουν να βρούμε μια λύση; Δεν είναι φανερό ότι υπάρχει ευρύτερο ενδιαφέρον; Δεν είναι προφανής ο διαγκωνισμός στα Βαλκάνια; Δηλαδή, αν σε 50 χρόνια ένας άλλος Ερντογανώφ πει «ρε ποια “Συνθήκη των Πρεσπών’’»τι θα συμβεί;Θα τους αποβάλλουν οι διεθνείς οργανισμοί; Όπως απέβαλλαν, ας πούμε, τον ανατολικό μας γείτονα; Λοιπόν, ούτε στις διεθνείς σχέσεις -ίσως μάλιστα, ιδίως σε αυτές- δεν είναι τα πράγματα αγγελικά πλασμένα. Γι’ αυτό πρέπει να διεκδικείς αυτό που δικαιούσαι και να πετυχαίνεις καθαρές, έντιμες και βιώσιμες λύσεις.
Και για να συστηθώ, ούτε τον υπερπατριώτη κάνω, ούτε τον παλικαρά. Πιστεύω στην ειρηνική συμβίωση των λαών και στην επίλυση των προβλημάτων μέσα από την οδό της συνεργασίας και του διεθνούς δικαίου. Από την άλλη, όμως, και η υποχωρητικότητα στο όνομα της προόδου και της καλής γειτονίας, έχει κι αυτή τα όριά της. Εξάλλου, δεν είδα και καμιά αποφασιστική επέμβαση της διεθνούς κοινότητας σε περιπτώσεις εδαφικών παραβιάσεων ή άλλων διενέξεων, για να αισθάνομαι και πιο ασφαλής.
Αλλάακόμα και από μια εντελώς κυνική σκοπιά, τι δίνουμε και τι παίρνουμε, βάσει της συμφωνίας; Με ποιο αντάλλαγμα παραχωρούμε έναbrandnameχιλιάδων ετών με παγκόσμια αναγνωρισιμότητα; Εκτός από μία προφανή ενίσχυση των διμερών συναλλαγών (που κι αυτή μάλλον θα είναι κυρίως υπέρ της γείτονος), δεν βλέπω άμεση οικονομική ωφέλεια, αλλά ούτε και μπορώ να βάλω στο ζύγι εικαζόμενα και μη εμφανή ανταλλάγματα.
Έστω, όμως, ότι υποθέτουμε βάσιμα την ύπαρξη γεωπολιτικών πιέσεων και συμφερόντων. Τι συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις; Σε ποιους ασκούνται συνήθως οι πιέσεις αυτές; Η λογική λέει στον πιο αδύναμο ή στον πιο δεκτικό. Όμως, αλήθεια, τι από τα δύο είμαστε έναντι της γείτονος; Όσο κι αν βρισκόμαστε σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, μπορεί κάποιος πειστικά να ισχυριστεί ότι υστερούμε έναντι αυτής σε διαπραγματευτική ισχύ; Αν όχι, τότε γιατί απορροφούμε, καταφανώς το μεγαλύτερο μέρος των πιέσεων;
Εθελοτυφλεί όποιος θεωρεί ότι το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης είναι win-win (νίκη και για τα δύο μέρη). Σε ότι αφορά την αξιολόγηση της συμφωνίας, ατυχές είναι και το επιχείρημα ότι δεν χάσαμε κάτι, αφού έτσι κι αλλιώς ένας μεγάλος αριθμός κρατών τους αναγνώριζε με τη συνταγματική τους ονομασία. Πράγματι, αυτό αποτελεί έναν λόγο για να προσέλθουμε σε διάλογο και διαπραγμάτευση. Για να το αλλάξουμε, όμως, όχι για να το επικυρώσουμε. Αλλά αν στερούταν αξίας η αναγνώρισή τους από εμάς, τότε προς τι η επιμονή για την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης;
Ας είμαστε σοβαροί, Μακεδονία, Μακεδόνες και Μακεδονική γλώσσα (θα) είναι το αποτέλεσμα της συμφωνίαςΤσίπρα-Ζάεφ. Και με την υπογραφή μας από κάτω. Εμείς τι πήραμε; Μία παραπομπή, που σταδιακά θα θεωρηθεί αδιάφορη, ακόμα και από την επιστήμη της γλωσσολογίας. Είναι οξύμωρο να προβάλλουν ως επίτευγμα της διαπραγμάτευσης την ύπαρξη ενός αστερίσκου, αυτοί που επικαλούνται ότι η διεθνής κοινότητα διέγραψε τα τρία από τα τέσσερα γράμματα από το αρκτικόλεξο της ενδιάμεσης συμφωνίας. Ολόκληρο ΠΓΔ χάθηκε, ο αστερίσκος θα μείνει;
Έχει, όμως, σημασία και η διαδικασία και η νομιμοποίηση για την υπογραφή μιας τέτοιας συμφωνίας. Είναι φανερό ότι αποφάσεις αυτής της βαρύτητας απαιτούν πνεύμα σύμπνοιας και συνεννόησης, έννοιες που απουσιάζουν από το λεξιλόγιο της σημερινής κυβέρνησης. Η διαπραγμάτευση έγινε ερήμην των άλλων κομμάτων και όπως αποδείχθηκε, χωρίς τη συγκατάθεση και εντολή της πλειονότητας των πολιτών.
Πρέπει να επισημανθεί, πάντως, και το σημαντικό ζήτημα της έλλειψης εντολής προς τον πρωθυπουργό για τη σύναψη μίας διεθνούς σύμβασης, η οποία, ας προσεχθεί, παράγει δεσμεύσεις και συνέπειες από την υπογραφή και όχι από την ολοκλήρωσή της, ούτε από την κύρωσή της. Και ναι μεν, κατά κανόνα, για τον κάθε πρωθυπουργό υπάρχει τεκμήριο τέτοιας νομιμοποίησης, όχι όμως για τον σημερινό, αφού ρητά έχει αποστασιοποιηθεί από την υπογραφή της συγκεκριμένης συνθήκης ο κυβερνητικός του εταίρος. Εν προκειμένω, το ζήτημα γίνεται πιο σύνθετο. Αν και την ώρα που διατυπώνονται οι σκέψεις αυτές, κυοφορείται πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης από τον πρόεδρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στην πραγματικότηταο κ. Τσίπρας χρειάζεται ψήφο εμπιστοσύνης για την υπογραφή της, με ότι αυτό σημαίνει για τη συνέχιση της κυβερνητικής του θητείας, για όσους σπεύσουν να του τη δώσουν.
Προβληματικές, όμως, είναι και οι προβλέψεις της συμφωνίας για τα στάδια υλοποίησής της, αφού οι διαλυτικές αιρέσεις της δεν θα έχουν στην πραγματικότητα ανατρεπτικό αποτέλεσμα. Δηλαδή, αν δεν υλοποιηθεί μία προϋπόθεση, μπορεί να μην προχωρήσει η συμφωνία στο επόμενο στάδιό της, αλλά οι μέχρι τότε ενέργειες θα έχουν συνέπειες οι οποίες δεν θα ανατρέπονται αναδρομικά. Με απλά λόγια, ότι γίνει δεν θα ξεγίνεται.
Τελικά, το πόσο κακή ήταν η συμφωνία που πέτυχε ο κ. Τσίπρας, θα αποδειχθεί στο μέλλον. Δεν προδικάζω την υπογραφή και υλοποίησή της. Την απεύχομαι. Είναι, όμως, σχεδόν βέβαιο ότι έχει ήδη φορτώσει τη χώρα και το εθνικό ζήτημα με δυσβάσταχτα βάρη, ακόμα και αν αποτραπεί!
Ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του!
Με τιμή,
Ευστάθιος Κ. Κωνσταντινίδης
Πολιτευτής ΝΔ Ν. Κοζάνης