‘-Γεια σου, Κάκκο. Τι χαμπάρια;
-Γεια σου, Γιάννε. Ας τα λέμε καλά…
-Άαα, σαν κάτι να σε τρώει, Κάκκο.
-Έεε, ναι, Γιάννε… Κάτι είναι…Ας πιούμε καφέ και θα σου πω…
-Εγώ πίνω ήδη, Κάκκο.
-Πετράκη, έναν καφέ, βαρύ!
-Για λέγε, Κάκκο.
-Τι να σε πω, Γιάννε; Ψες το βράδυ, στο σπίτι…Ήμασταν εγώ, η Θεγοδοσία, και η κόρη μου η Διαλεχτή. Είχε γυρίσει αργά απ’ τ’ Αμύνταιο. Ξέρεις δουλεύει εκεί στα ΙΕΚ.
-Ωραία. Οικογενειακά, δηλαδή.
-Ναι. Μόνο που εγώ κι η Θεγοδοσία καθόμασταν στο σαλόνι και βλέπαμε εκείνο το Χ…τέτοιο με τα ταλέντα, ξέρεις. Που πάνε και καλοί, πάνε και ντρουρντουβάκια.
-Ξέρω, Κάκκο. Το χαζεύω κι εγώ καμία φορά.
-Ναι. Βλέπαμε λοιπόν, και κάτι σα ν’ άκουσα κάποια στιγμή. Δεν έδωσα και πολυ σημασία όμως.
-Έεε, Κάκκο, δεν ακούμε και αμάν καλά πια.
-Σωστά. Σε λέω δεν κατάλαβα καλά. Νόμιζα απ’ το παιχνίδι κάποια που την κόψανε, νόμιζα πως την πήρε το παράπονο. Έτσι νόμισα. Ταίριαξε και στη στιγμή. Γι’ αυτό.
Και λοιπόν;
-Και λοιπόν, σε δύο λεπτά, ούτε, το ακούω ξανά. Τ’ ακούει και η Θεγοδοσία. Κάτι σα λυγμός. Κάτι σαν “αχ”.
-Σώπα, Κάκκο. Και τι ήτανε; Δηλαδή, ποιος;
-Ποιος να ‘ τανε, Γιάννε. Η Διαλεχτή ήτανε, απ’ το δωμάτιό της. Παραδίπλα. Και με κλειστή την πόρτα και ακουγότανε.
-Δηλαδή, σα ν’ αναστέναζε; Σα να πονούσε; Τι;
-Με λέει η Θεγοδοσία, “Κάκκο”, με λέει, “το παιδί βογγάει”, με λέει, “Δεν είν’ καλά το παιδί. Μήπως έχει κάτι σοβαρό; Να ξέρεις το παιδί είν’ άρρωστο”, με λέει, “και για να αναστενάζει έτσι είν’ σοβαρό”.
-Έλα ρε, Κάκκο! Και μετά τι κάνατε;
-Μετά, με κόβει και τη λέω τη Θεγοδοσία: “κοίτα Θεγοδοσία, εσύ ‘σαι η μάνα, πάνε δες, κι άμα είν’ άρρωστη να πάμε στο γιατρό” την είπα. Και μ’ είχε πιάσει κι ένας φόβος, Γιάννε. “Και δες” τη λέω, ” μην έχει και καμιά θερμασία”.
-Πυρετό φοβήθηκες. Μην έχει καμία ίωση, χειρότερα, καμία πνευμονία, χτύπα ξύλο!
-Ναι για. Αυτά κι άλλα. Και παει η Θεγοδοσία και τη ρωτάει μαλακά, “Διαλεχτή παιδάκι μου” τη ρωτάει, “Είσαι καλά; Μήπως είσαι άρρωστη”; “Όχι μάνα” τη λέει η Διαλεχτή, “Μία χαρά είμαι. Μη φοβάσαι”.
-Άαα, έτσι. Έεε ωραία, δε θα ‘λεγε ψέματα η κόρη στη μάνα πια. Όχι δα!
-Όχι. Δε θα ‘λεγε, Γιάννε. Όμως ακούω τη Θεγοδοσία και της λέει, “Ρωτώ, Διαλεχτή μου, γιατί σ’ ακούω που βουγγάς και που αναστεναζεις και με μπήκε έννοια”…”Τίποτα δεν έχω μάνα” τη λέει η Διαλεχτή. “Και πάντως άρρωστη δεν είμαι”…
-Μάλιστα, Κάκκο…
-Γυρνάει που λες, Γιάννε, η Θεγοδοσία και με λέει: “Κάκκο, να ξέρεις φοβάμαι μη πάθει κάτι. Αν πάθει κάτι το παιδί θα σκοτωθώ” με λέει η Θεγοδοσία. Κατάλαβες τίποτα, Γιάννε;
-Κατάλαβα, Κάκκο, κατάλαβα. Και πες της Θεγοδοσίας να μη φοβάται, γιατί “άλλο το αχ που βγάνει ο σκοτωμός, άλλο το αχ που βγάνει ο έρωτας”…
Στον Μιχάλη που έδωσε το έναυσμα