Μάνα, στον ήχο του κόσμου, εσύ είσ’ αχός,
τ’ ανέμου μαΐστρα, τραγούδι και φώς.
Κι γη, η γεννήτρα, σαν μάνα γεννά, σαν μάνα θηλάζει
και πλάθει γιγάντους μ’ αστέρια πολλά.
Μα μάνα δεν είναι, αγάπη δεν δίνει, στοργή και φιλιά.
Μόνο η μάνα στου κόσμου το λάθος μ’ ανείπωτο πάθος διεκδικεί,
στη γη να μη στάξει άδικο δάκρυ ,και αίμα ,και στάχτη ,και πληγωθεί.
πληγωθεί. άλλη λέξη καμιά δάκρυ δε στάζει,
Μαγεύτρα μου λέξη κι εγώ σαν την είπα βρήκα φτερά,
πουλάκι να γίνω, στον ήλιο να φτάσω , να πάρω χαρά.
Της νύχτας τ’ αστέρι κι αυτό χωρίς μάνα σιγοπονά,
τρέμει και κλαίει σαν κάτι να θέλει και δε μιλά…
Κι ο χάρος φοβάται στη μάνα μπροστά, ο πόνος της μάνας στον Άδη
ανάβει μεγάλες αντάρες και βάζει φωτιά.
Ποιός να σου κλέψει, μανούλα, το φως; Εσύ είσαι ήλιος, χαρά κι αδελφός.
Τα μάτια σου αγάπη, τα χείλη πνοή, η καρδιά σου φωλίτσα μονάχη στη γη.
Όλες οι λέξεις τραγούδι φτωχό, μάνα, μου φτάνει, μάνα, να πω….
Στου τραγουδιού σου, τον ήχο χάρες, στήνουν γιορτάσι, στήνουν χορό,
πυγές στειρεμένες γιομίζουν νερό κι έρημοι κάμποι, δεντρίζουν καρπό.
Καθάρια βρυσούλα με κρύο νερό και μύρο και νέκταρ κι αυγής δροσεμό,
είσαι, μανούλα, δεν σ’ αδικώ , της γης διαμαντένιο χρυσό φυλαχτό.
Στο κλάμα βαλσάμι κι αγάπης στοργή, διώχνεις τον πόνο μ’ ένα φιλί.
Αγέννητη μάνα, αγάπη σκορπάς στης γης την ασχήμια, αγγέλους γεννάς.
Η μοίρα σου δυόσμος, μυρτιές, ζουμπουλιές, λεβάντες ,θυμάρια κι ανάσες γλυκές.
Μάνα, λουλούδι, μάνα, κλαδί, ελπίδα, π’ ανθίζει, κι ειρήνη στη γη.
Δαρμένη στ’ ανέμου τις μαστιγές, σαν βράχος αντέχεις τις κυματιές,
ήσουνα πάντα στη γη χαραυγή, κι όταν νυχτώνει, φεγγάρι κι αστέρι, κάτω στη γη.
Στους κρύους χειμώνες ζεστή θαλπωρή, την αγκαλιά σου ο ύπνος υμνεί..
Τραγούδι, που γιάνει σαν κάθε βοτάνι της γης την πληγή,
μόνο η φωνή σου, γαλήνης βοτάνι, τ’ αγρίμια ηρεμεί.
Ανταύγες του ήλιου στο μαύρο σκοτάδι οι συμβουλές,
της μάνας η αγάπη, του κόσμου η σκέπη κι οι αγκαλιές…
Κι όταν φουρτούνες, τσουνάμια κι αντάρες ξεσπάσουν πολλές,
χωρίς την ευχή της μη βγεις στο μεϊντάνι και στις περπατιές…
Όλοι οι δρόμοι στρωμένοι αγκάθια , κακοτοπιές
κι εσύ, μ’ ένα βήμα ,ξεβγάζεις το μίλι, περνάς το δρομί .
Η μοίρα σου το ‘χει να πλάθεις ζωή,
να χτίζεις τον κόσμο που ξεπροβάλει μ’ ένα φιλί.
Απλήρωτη μάνα σ’ αυτή τη ζωή, οι λέξεις, που φτιάξαν, είν όλες φτωχές,
Θεοί, που στολίσαν ετούτη τη γη, τον πόνο σου, μάνα, δε γιάναν, γιατί;
Και το γεννητάρι κι αυτό δεν μπορεί στον πόνο σου ,μάνα, να στέρξει, γιατί;
Αγάπη είσαι , μάνα, ζωή και χαρά,
γι‘ αυτό τα φιλιά σου δεν θέλουν φιλιά….