Ο Αντόν Παύλοβιτς Τσέχωφ γεννιέται στις 16 Ιανουαρίου του 1860. Ο γνωστός Ρώσος διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας γεννιέται έναν χρόνο προτού καταργηθεί η δουλοπαροικία στη Ρωσία από τον Αλέξανδρο Β΄. Ωστόσο και μετά την κατάργησή της η γη συνεχίζει να βρίσκεται στα χέρια των γαιοκτημόνων και η εξαθλίωση των μέχρι πρότινος δουλοπάροικων και νυν επονομαζόμενων «υπόχρεων» συνεχίζεται. Τα πεινασμένα αγροτικά πλήθη μεταναστεύουν μαζικά στα βιομηχανικά αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα της Ρωσίας. Έτσι η οικογένεια Τσέχωφ εγκαταλείπει την πόλη Ταγκανρόσκ όπου ζει μέχρι τότε και μετοικεί στη Μόσχα.
Ο Τσέχωφ εγκαταλείπει τελευταίος τη γενέτειρά του Ταγκανρόσκ το 1879 προκειμένου να ολοκληρώσει τη σχολική του εκπαίδευση. Ύστερα λαμβάνει μια υποτροφία και σπουδάζει ιατρική στο πανεπιστήμιο της Μόσχας. Το 1889 διηγείται σ’ έναν φίλο του την προσπάθεια που καταβάλει ώστε να αποκτήσει τον αυτοσεβασμό και την ανεξαρτησία του ως άνθρωπος αλλά και ως συγγραφέας που στερήθηκε αυτός και η οικογένειά του τα προηγούμενα χρόνια που υπήρξαν δουλοπάροικοι. Ο Τσέχωφ έχει την «πρώτη ύλη» της τέχνης του στα χέρια του. Το βίωμα της εξαθλίωσης των αγροτικών πληθυσμών, της ταπείνωσης και του εξευτελισμού των κατατρεγμένων αλλά και της αλαζονεία των ισχυρών αποτυπώνεται στα έργα του. Η μετάνοια, η πείνα, η μοναξιά οι κακουχίες, οι κοινωνικές πληγές, η αντινομία της ζωής, τα βασανιστικά προβλήματα της εποχής του κ.α. αποτελούν θέματα κάποιων από τα καλύτερα διηγήματά του. Μερικά από αυτά είναι τα εξής: «Ο πόνος», «Τα στρείδια», «Καημός», «Βάνκας», «Ρομάντσο του Κοντραμπάσου» κ.α.
Ο Τσέχωφ συναναστρέφεται βασανισμένους ανθρώπους, μουζίκους και τσιφλικάδες, κληρικούς και στρατιωτικούς. Γνωρίζει καλά την ρωσική επαρχία αλλά και την πρωτεύουσα. Όλες οι εικόνες και οι άνθρωποι που αντίκρισαν τα μάτια του γίνονται τα πρόσωπα και τα θέματα των ιστοριών του. Τα ασήμαντα καθημερινά περιστατικά αποτελούν πρώτη ύλη για την έμπνευσή του. Μέσα στα έργα του ζωγραφίζει «πορτρέτα», αθάνατες ανθρώπινες καρικατούρες και δικαίως χαρακτηρίζεται ως ένας ρώσος Μολιέρος.
Από το 1880 αρχίζει να δημοσιεύει τα πρώτα του χιουμοριστικά διηγήματα. Ο περιορισμένος χώρος των εντύπων καθορίζει το συγγραφικό του στιλ. Η «τσεχωφική» συγγραφή είναι σύντομη, λακωνική και περιεκτική. Ο ίδιος ο συγγραφέας λέει πως: «Η συντομία είναι η αδερφή του ταλέντου». Ακολουθεί πιστά αυτή την αρχή σε ολόκληρο το έργο του. Η κάθε φράση του είναι σμιλεμένη με εξαιρετική φροντίδα, τίποτα δεν λείπει και τίποτα δεν περισσεύει στο λόγο του. Η κάθε λέξη που χρησιμοποιεί είναι σοφά επιλεγμένη και αναντικατάστατη. Είναι ένας αριστοτέχνης της μικρής φόρμας.
Ο μεταφραστής Κυριάκος Σιμόπουλος, στον εξαιρετικό πρόλογό του για το έργο του Τσέχωφ, σημειώνει πως: «Το «τραγικό χιούμορ» είναι το βαθύτερο χαρακτηριστικό του καθαρά προσωπικού στιλ του μεγάλου ρώσου συγγραφέα…Στην πένα του το χιούμορ αποκτά ένα λαϊκό θυμόσοφο χρώμα, μουσικό, τρυφερό και λυπητερό…Το χιούμορ κάνει το δραματικό στοιχείο πιο δραματικό, το εύθυμο πιο χαρούμενο και το μαστίγωμα πιο καφτερό».
Ο Τσέχωφ είναι φθισικός από τα 24 του χρόνια, ως γιατρός έχει πλήρη επίγνωση της κατάστασής του και γνωρίζει την κατάληξη που θα έχει. Από το 1897 η υγεία του επιδεινώνεται. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του γράφει τα σπουδαία θεατρικά έργα του: το «Γλάρο», το «Θείο – Βάνια», τις «Τρεις Αδερφές» και το «Βυσσινόκηπο».
Ο Μαξιμ Γκόρκι για το βαθύτερο νόημα του έργου του Τσέχωφ αναφέρει: «…Το πνεύμα του συγγραφέα, έτσι σαν χινοπωριάτικος ήλιος, φωτίζει με μια σκληρή λάμψη τη μπόχα που αναδίδουν…οι χαμένοι αξιοθρήνητοι άνθρωποι που πνίγονται από πλήξη και τεμπελιά και ζουν σε ένα αδιάκοπο μισοΰπνι…».
Ο Τσέχωφ πεθαίνει τον Ιούλιο του 1904 σε ηλικία 44 ετών.