Έχει μια ιεροτελεστία η επιστροφή στον τόπο που γεννήθηκες. Κάθε φορά. Γιατί πέρα από τα πρόσωπα που θέλεις (τόσο) να δεις, υπάρχει πάντα μια αόρατη διαδρομή που σχηματίζεται σχεδόν μαγικά με το που στρίψει το λεωφορείο στην πόλη, ή με το που το αμάξι αντικρίσει τις πρώτες γνωστές φιγούρες.
Όλα αυτά τα καλά ζυγισμένα μέτρα προς τις γεύσεις, τα στέκια, αυτούς που σέρβιραν με αγάπη αυτά που σε μεγάλωσαν. Αυτά που επισκεπτόσουν κρατώντας ένα τεράστιο (στα μάτια σου) χέρι, μια τσάντα μεγαλύτερη από εσένα, έναν σάκο που μεγάλωσε όπως οι φωτογραφίες του πάσο, ένα χέρι που σε κοιτάει λες κι είσαι εσύ τώρα τεράστιος.
Κύκλος είναι αυτά. Και είναι ακριβώς αυτά τα μαγαζιά που ενώ μπορεί να είναι μικρά, μια σταλιά, μια γωνιά σε έναν τεράστιο εμπορικό δρόμο, για εσένα θα είναι πάντα τα μεγάλα μαγαζιά της ζωής σου, ολάκερα εμπορικά. Σημαδούρες μιας ολόκληρης ζωής.
Τώρα που βρέθηκα στην Πτολεμαϊδα για λίγες ημέρες, είδα ότι έκλεισε το “Ναυτάκι”. Ένα μαγαζί – θρύλος για εμάς που έμαθε το ψωμί της λαγάνας στον γύρο σε όλη την Ελλάδα. “Μα καλά, ο γύρος είναι εθνικό προϊόν, θα βρεις και στο επόμενο στενό”, θα πει κάποιος. Ω ναι.
Θα τον βρω και στα επόμενα 10 μέτρα. Ξεκάθαρα. Αλλά τα μαγαζιά δεν είναι μόνο ΑΦΜ. Είναι οι Παρασκευές εκείνες που οι γονείς μου έκλειναν το μαγαζί και περιμέναμε μαζί πως και πως το μηχανάκι, είναι η οικειότητα στη φωνή που ακόμα και 15 χρόνια μετά θα συμπληρώσει μόνο της την παραγγελία.
Γιατί την ξέρει. Γιατί σε ξέρει. Είναι ο αριθμός του μαγαζιού που θυμάσαι απέξω, που συμπληρώνεται ψηφίο ψηφίο μαγικά. Κι ας έχει τόσους αριθμούς και pin η ζωή σου. Είναι η πεθυμησιά. Σπουδαία λέξη. Είναι που οι άνθρωποι κάνουν τις αναμνήσεις. Και οι αναμνήσεις τους ανθρώπους