Η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί έναν από τους σταθερότερους θεσμούς κοινωνικής συνοχής και συμβολικής καθοδήγησης. Στο εσωτερικό της, ωστόσο, εκδηλώνονται διαφορετικοί ρυθμοί προσαρμογής στην τεχνολογική και πολιτισμική μεταβολή. Η πρόσφατη πρωτοβουλία της Ιεράς Μητρόπολης Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος, με τίτλο «ΛΟΓΟΣ – LOGOS», αξιοποιεί την τεχνητή νοημοσύνη για θεολογική πληροφόρηση και πνευματικό στοχασμό, επιχειρώντας να συνδέσει την ορθόδοξη παράδοση με τη σύγχρονη τεχνολογία. Παράλληλα, περιστατικά όπως εκείνο στη Ζάκυνθο, όπου ο Μητροπολίτης Δωδώνης επέπληξε δημόσια διευθυντή σχολείου για την ενδυμασία του κατά την εκφώνηση εθνικού πανηγυρικού, φανερώνουν τη συνύπαρξη διαφορετικών ψυχικών και κοινωνικών λειτουργιών μέσα στο ίδιο θρησκευτικό πεδίο, το οποίο κινείται ανάμεσα στην ανάγκη για ανανέωση και καινοτομία και την προσκόλληση στην τυπολατρία.
Στην ψυχοδυναμική θεώρηση, κάθε κοινότητα χρειάζεται έναν μεταβατικό χώρο που επιτρέπει τη συνάντηση παράδοσης και εμπειρίας χωρίς διαρραγή της συνέχειας. Η έννοια αυτή περιγράφει μια ενδιάμεση περιοχή, όπου το υποκείμενο πειραματίζεται με νέες μορφές νοήματος, παραμένοντας συνδεδεμένο με τα στηρίγματά του (Winnicott, 1953). Η ψηφιακή διαμεσολάβηση θρησκευτικού περιεχομένου μπορεί να λειτουργήσει ως τέτοιο πεδίο, χωρίς να αντικαθιστά τον πνευματικό διάλογο, αλλά υποστηρίζοντας μια σταδιακή μετάβαση του πιστού προς την κατανόηση και την εμβάθυνση, καθιστώντας το περιβάλλον «κρατητικό», ικανό να περιέχει άγχη και ερωτήματα χωρίς να τα απορρίπτει (Bion, 1962). Στο πλαίσιο αυτό, η ανάπτυξη ενός εργαλείου όπως το LOGOS αποκτά ουσιαστικό ρόλο, καθώς αναγνωρίζει ότι η τεχνολογία συμβάλλει στην επιμέλεια του νοήματος. Η ορθά σχεδιασμένη χρήση της μπορεί να διευκολύνει τη μάθηση, να επιβραδύνει την παρορμητικότητα και να ενισχύσει τον διάλογο του πιστού με τη ζώσα παράδοση, υπό την προϋπόθεση ότι διατηρείται η εκκλησιαστική ευθύνη και οι σαφείς οριοθετήσεις ρόλων.
Το ίδιο εκκλησιαστικό σώμα ενεργοποιεί έναν διαφορετικό ρυθμό που σχετίζεται με την ανάγκη προστασίας του συμβολικού πλαισίου. Οι κώδικες ενδυμασίας και συμπεριφοράς βιώνονται ως όρια που προφυλάσσουν το ιερό από την αυθαιρεσία της καθημερινότητας. Η κοινωνιολογία της θρησκείας έχει επισημάνει ότι οι κοινότητες παράγουν τελετουργίες διαχωρισμού, μέσα από τις οποίες διατηρείται η ευκρίνεια ανάμεσα στο ιερό και στο εγκόσμιο, στο επιτρεπτό και στο απρεπές (Durkheim, 1912/1995). Τα σύνορα αυτά έχουν λειτουργικό χαρακτήρα, καθώς συμβάλλουν στη διατήρηση της συλλογικής συνοχής, ιδιαίτερα σε περιόδους μετασχηματισμού. Η δημόσια επίπληξη που σημειώθηκε στη Ζάκυνθο εντάσσεται σε αυτή τη λογική οριοθέτησης και αναδεικνύει έναν διαχρονικό κίνδυνο. Η έμφαση στην εξωτερική ευπρέπεια μπορεί να μετατραπεί σε υποκατάστατο του ήθους όταν η τυπικότητα αποσπάται από την παιδαγωγική πρόθεση. Η θεωρία της καθαρότητας δείχνει ότι οι κοινότητες χρησιμοποιούν κανόνες ένδυσης ή σχήματα ευπρέπειας για να καταστήσουν ορατή την τάξη του ιερού και όταν αυτή η γραμματική δεν συνοδεύεται από αναστοχασμό, η καθαρότητα δύναται να λειτουργήσει ως πηγή αποκλεισμού και προσβολής (Douglas, 1966).
Η σύγχρονη θρησκευτική εμπειρία εκτυλίσσεται δημόσια, μέσα σε ένα πεδίο συνεχούς ορατότητας. Η παρουσίαση του εαυτού αποκτά τελετουργική διάσταση, καθώς κάθε χειρονομία ερμηνεύεται κοινωνικά και επιδρά στη συλλογική εικόνα της κοινότητας (Goffman, 1959). Στο πλαίσιο αυτό, η παρατήρηση για την ενδυμασία λειτουργεί ως πράξη κοινωνικού νοήματος που επηρεάζει το βίωμα της κοινότητας και τη σχέση της με το ιερό. Όταν συνοδεύεται από αυστηρότητα ή ειρωνεία, μπορεί να προκαλέσει αίσθημα ντροπής και να ενισχύσει την αμυντικότητα του αποδέκτη, πολλαπλασιάζοντας το άγχος της περίστασης. Η ποιμαντική της ήπιας περιέχουσας λειτουργίας βασίζεται στην αναγνώριση του προσώπου και στην εστίαση στον λόγο και την πρόθεση, ως πράξεις σεβασμού και ψυχικής κατανόησης.
Η Εκκλησία πορεύεται μέσα σε δύο ρυθμούς που συνυπάρχουν οργανικά στο ίδιο σώμα. Η παράδοση λειτουργεί ως φορέας σταθερότητας, ενώ η ανάγκη μετάδοσης τροφοδοτεί την αναζήτηση νέων μορφών επικοινωνίας. Στο ψηφιακό περιβάλλον, η μετάδοση λαμβάνει τη μορφή πλατφορμών, αλγορίθμων και ψηφιακών καναλιών πρόσβασης. Η έρευνα για τη θρησκεία στο διαδίκτυο δείχνει ότι οι κοινότητες διαμορφώνουν ψηφιακές ορθοδοξίες, δηλαδή τρόπους διατήρησης της αυθεντίας μέσα από πρακτικές που επαναπροσδιορίζουν τη συμμετοχή και το ανήκειν (Campbell, 2012). Η ισορροπία ανάμεσα στους δύο ρυθμούς επιτυγχάνεται μέσα από τη διαδικασία της μετάφρασης, εκεί όπου το εκκλησιαστικό περιεχόμενο αποκτά νέα γλωσσικά και τεχνολογικά περιβλήματα χωρίς να χάνει τη θεολογική του συνοχή. Όσο περισσότερο καλλιεργείται αυτός ο μεταβατικός χώρος, τόσο μειώνεται η ανάγκη για πράξεις αυστηρής οριοθέτησης και επιβεβαιώνεται η δύναμη του νοήματος έναντι της τυπικότητας.
Η παράδοση αποτελεί ζωντανή μνήμη που διατηρεί τη δύναμή της μέσα από τη διαρκή συνάντησή της με το παρόν. Το ψηφιακό εργαλείο που προάγει την κατανόηση, η τήρηση των πλαισίων μέσα στον ναό και η ποιμαντική γλώσσα που αναγνωρίζει την αξιοπρέπεια του άλλου συνθέτουν ένα ενιαίο εκκλησιαστικό ήθος. Η προστασία των ορίων συνδέεται με την παιδαγωγική πρόθεση και την εσωτερική πραότητα που δίνουν μορφή στη σχέση πνευματικού και πιστού. Η καινοτομία αποκτά ουσία όταν εντάσσεται στη λογική της διακονίας και συμβάλλει στη διεύρυνση του νοήματος. Στη συνύπαρξη αυτών των ρυθμών η Εκκλησία διατηρεί τον ρόλο της ως περιέχουσα κοινότητα, ικανή να στεγάζει το διαφορετικό και να προσφέρει χώρο στο άρρητο. Μέσα σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται με ταχύτητα, παραμένει τόπος νοήματος και βραδύτητας, εκεί όπου η ψυχή μπορεί να ανασάνει και να ακούσει.
Αναφερόμενη βιβλιογραφία
Bion, W. R. (1962). Learning from experience. London: Karnac Books.
Campbell, H. A. (Ed.). (2012). Digital religion: Understanding religious practice in new media worlds (1st ed.). London: Routledge. https://doi.org/10.4324/9780203084861
Douglas, M. (1966). Purity and danger: An analysis of concepts of pollution and taboo. Routledge & Kegan Paul.
Durkheim, É. (1995). The elementary forms of religious life (K. E. Fields, Trans.). Free Press. (Original work published 1912)
Goffman, E. (1959). The presentation of self in everyday life. Doubleday.
Winnicott, D. W. (1953). Transitional objects and transitional phenomena: A study of the first not-me possession. International Journal of Psychoanalysis, 34, 89–97.
*Αντώνης-Μάριος ΠαΠαγιώτης, e-κοδόμος.
Δόκιμος Ψυχολόγος / Υπό διαμόρφωση Ψυχοθεραπευτής – σε μακρά θεραπεία με την ακαδημαϊκή κοινότητα
Ο ίδιος, κινείται μεταξύ ετερόκλητων ακαδημαϊκών και επαγγελματικών πεδίων, με σταθερό προσανατολισμό στην ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία. Η εμπειρία του στον ανθρωπιστικό τομέα αποδεικνύεται μετασχηματιστική, ενώ η ενεργή του παρουσία στον χώρο της επικοινωνίας, του πολιτικού και ψηφιακού μάρκετινγκ συνεχίζει να τροφοδοτεί τις συνθετικές του αναζητήσεις. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στις ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις των τεχνολογικά διαμεσολαβημένων αλληλεπιδράσεων.


































