Στη γενική της μορφή η ενεργειακή πολιτική με περιβαλλοντικούς περιορισμούς θα πρέπει να περιλαμβάνει επαρκές και ασφαλές ενεργειακό μίγμα, τη διαχρονική εξέλιξη του μίγματος με συμμόρφωση σε περιβαλλοντικά κριτήρια και χρονικό ορίζοντα μηδενισμού ατμοσφαιρικών ρύπων. Η εφαρμογή της όποιας ενεργειακής πολιτικής για να είναι ρεαλιστική θα πρέπει να εναρμονίζεται με την εξωτερική και αμυντική πολιτική, να παρέχει επάρκεια, ασφάλεια και ανταγωνιστικούς όρους, να αφορά τον ενεργειακό τομέα στο σύνολό του (παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, βιομηχανικές εφαρμογές, μεταφορές και ατομική κατανάλωση) και να υποστηρίζεται από χρηματοπιστωτικούς κανόνες επενδύσεων, τεχνολογικές βελτιώσεις και εξελίξεις και αυστηρό σύστημα ελέγχου και μέτρων αντιρρύπανσης. Τέλος, σε κάθε σοβαρή επιλογή φρόνιμο θα είναι να υπάρχει ένα «σχέδιο Β».
Από τη συνοπτική αναφορά στη γερμανική ενεργειακή πολιτική και τις φάσεις της (Ostpolitik, Energiewende, Zeitenwende) διαφαίνεται ότι δεν ήταν ρεαλιστική με τα παραπάνω κριτήρια. Έχει, όμως, γενικότερο ενδιαφέρον διότι το ενεργειακό μοντέλο που εισήγαγε γενικεύθηκε στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν χρησιμοποιούν πυρηνική ενέργεια. Η πρόσφατη πολιτικο-στρατιωτική κρίση οδήγησε σε ενεργειακό κενό της Γερμανίας και στην πρόσφατη ενεργειακή κρίση με αρνητικές επιπτώσεις και σε άλλες χώρες. Εξ άλλου, ίσως και το σημαντικότερο, άφησε το αποτύπωμά της στην Ευρωπαϊκή πολιτική για τον άνθρακα και το φυσικό αέριο και εισήγαγε στρεβλή περιβαλλοντική πολιτική που ευνοεί τη γερμανική βιομηχανία με τη στροφή στο φθηνό για τη Γερμανία φυσικό αέριο και επιβαρύνει το περιβάλλον με την ασυλία στις εκπομπές μεθανίου, αέριο που είναι πολύ χειρότερο από το διοξείδιο του άνθρακα.
Ostpolitik για εμπόριο με την Κίνα και φθηνή ενέργεια στη γερμανική βιομηχανία
Η προτεραιότητα της Γερμανίας στην ανάπτυξη των εμπορικών δεσμών με τη Ρωσία και την Κίνα, αδιαφορώντας για τους γεωπολιτικούς κινδύνους, καθιερώθηκε στο πνεύμα της Ostpolitik του καγκελαρίου Willy Brandt και ενισχύθηκε από τις διαδοχικές κυβερνήσεις μέχρι την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η πρώτη σύμβαση προμήθειας ρωσικού φυσικού αερίου υπεγράφη το 1970, διαρκούντος του ψυχρού πολέμου. Δεν ήταν μια απλή οικονομική συμφωνία. Ήταν ένα βήμα εξαιρετικής πολιτικής σημασίας που παρουσιάστηκε από τον υπουργό οικονομικών ως τμήμα μιας προσπάθειας για την πολιτική και ανθρωπιστική εξομάλυνση των σχέσεων με τους ανατολικούς γείτονες. Στις ανησυχίες του ΝΑΤΟ για τις επιπτώσεις ασφαλείας δόθηκε η διαβεβαίωση ότι οι εισαγωγές από τη Ρωσία δεν θα φθάσουν ούτε καν στο 10% της προμήθειας αερίου. Υπενθυμίζεται ότι το 2020 η Ρωσία προμήθευε στη Γερμανία περισσότερο από το 50% των αναγκών σε φυσικό αέριο, το ένα τρίτο πετρελαίου και το μισό του άνθρακα για τη χαλυβουργία.
Η πολιτική αυτή κοσμήθηκε με ευφυολογήματα λαϊκής κατανάλωσης (Wandel durch Handel: αλλαγή μέσω του εμπορίου), αλλά ο προφανής λόγος ήταν η εξασφάλιση φθηνής ενέργειας από την Ρωσία και μαζικών εμπορικών συναλλαγών με την Κίνα. Η πολιτική αυτή συνέβαλε στην ανάδειξη της Γερμανίας στην ισχυρότερη ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και στην συνεπακόλουθη ενεργειακή και εμπορική εξάρτηση. Σήμερα έχουν ακουστεί ομολογίες πολιτικών ότι οι κυβερνήσεις της Γερμανίας υπέκυψαν στις πιέσεις της βιομηχανίας. Η συνέχιση της ίδιας πολιτικής, χωρίς διορθωτικές κινήσεις επί δεκαετίες, παρά τις επανειλημμένες εσωτερικές και εξωτερικές επισημάνσεις, επιβεβαιώνει έλεγχο της κυβερνητικής πολιτικής από οικονομικά κέντρα και αιρετική πολιτική έναντι συμμάχων που παρείχαν ασφαλή πυρηνική προστασία αδαπάνως.
Energiewende: στροφή στο φθηνό φυσικό αέριο με ασυλία στο μεθάνιο
Η σπουδαιότητα της καθαρής και ασφαλούς ενέργειας αναδείχθηκε ως κοινωνικό κίνημα τις τελευταίες δεκαετίες, ιδιαίτερα στην Ευρώπη και κατ’ εξοχήν στη Γερμανία, όπου διαμορφώθηκε σε ενεργειακή πολιτική την εποχή της διακυβέρνησης Μέρκελ, γνωστή ως Energiewende. Την ενεργειακή δηλαδή στροφή στις ανανεώσιμες πηγές με βαθμιαία διείσδυση και καύσιμο μετάβασης το φυσικό αέριο για την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων και της πυρηνικής ενέργειας. Απαραίτητη προϋπόθεση θεωρήθηκε η ολοκλήρωση της «στροφής» σε σύντομη περίοδο μετάβασης, μέχρι το 2045 ή το πολύ το 2050, με χρησιμοποίηση φθηνού και «περιβαντολογικά καλλίτερου» φυσικού αερίου με τους αγωγούς Nord Stream. Περιβαλλοντικό αντίβαρο για να γίνει αποδεκτός ο αμφιλεγόμενος αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 2 ήταν ο εξοβελισμός του άνθρακα και το κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών.
Το βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών του αγωγού υποδύθηκε το μανδύα της περιβαλλοντικής ευαισθησίας: το φυσικό αέριο θα αντικαθιστούσε τον άνθρακα που επιβαρύνει το περιβάλλον με περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα κατά την καύση. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι θα αντικαθιστούσε την ενέργεια των πυρηνικών σταθμών, αποσιωπώντας το γεγονός ότι οι πυρηνικοί σταθμοί ήταν ήδη απαρχαιωμένοι μετά από 52 χρόνια λειτουργίας και θα έκλειναν ούτως ή άλλως, έχοντας ολοκληρώσει τον κύκλο τους. Εξυπηρετούσε και σ’ αυτό το φυσικό αέριο, γιατί η εγκατάσταση νέων πυρηνικών αντιδραστήρων στη Γερμανία για την κάλυψη του ενεργειακού κενού θα ήταν πολιτικός Γολγοθάς εν μέσω λαϊκών αντιδράσεων και αφετέρου μεγάλη επένδυση μακράς διαρκείας, πέρα από το χρονοδιάγραμμα και τη λογική των εκλογικών κύκλων. Το όραμα της Energiewende από την Καγκελάριο Μέρκελ συσχετίσθηκε, με κάποια δόση λαϊκίστικου συμβολισμού, με την καταστροφή του πυρηνικού σταθμού Fukushima στην Ιαπωνία την 11η Μαρτίου 2011.
Ο περιβαλλοντικός αντίλογος για τον Nord Stream 2 τόνιζε τη βλάβη στα θαλάσσια οικοσυστήματα και τα αμφίβολα περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα. Έστω και αν η καύση του φυσικού αερίου εκπέμπει λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα, παραμένει ασαφές ποιο θα είναι το πλεονέκτημα για το κλίμα, ανάλογα με τις διαρροές μεθανίου στην εξαγωγή, την επεξεργασία και τη μεταφορά. Σημειώνουμε εδώ ότι είναι σαφής η «συγκρατημένη» κριτική εις βάρος του φυσικού αερίου, ώστε η αντίδραση για τον αγωγό να μην εμποδίσει τη διάδοση του φυσικού αερίου και σχετικές επενδύσεις αλλού.
Σ’ αυτό το επίπεδο της επιτηδευμένης ασάφειας για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από το φυσικό αέριο παραμένουμε στην Ευρώπη μέχρι σήμερα, δογματικά υπέρ του φυσικού αερίου, αλλά χωρίς τεκμηρίωση. Εξαίρεση αποτελούν οι ΗΠΑ, οι οποίες τόλμησαν να επιβάλουν πρόστιμα για τις εκπομπές μεθανίου και μάλιστα βαριά και σας παραπέμπω για το θέμα σε πρόσφατο άρθρο. Στην Ευρώπη εμφανώς υπάρχει υστέρηση και η πρόταση σχετικής επιτροπής με πρόεδρο τη Μαρία Σπυράκη για την αντιμετώπιση των εκπομπών μεθανίου αναπέμφθηκε προσχηματικά για αναμόρφωση. Το πρακτέο είναι γνωστό, αλλά ενοχλεί τις επενδύσεις φυσικού αερίου.
Η αποτυχία της πολιτικής Energiewende προεξοφλήθηκε στον τύπο (Spiegel 2019) με κάποια υπερβολή ίσως, λόγω έλλειψης συντονισμού αλλά κυρίως λόγω λαϊκών αντιδράσεων στην εγκατάσταση ΑΠΕ, γιατί «οι πολιτικοί τρομοκρατούνται από την αντίσταση των ψηφοφόρων, όποτε χρειάζεται να ανεγερθεί ανεμογεννήτρια ή να διαμορφωθεί νέα γραμμή μεταφοράς υψηλής τάσης».
Το Ομοσπονδιακό Ελεγκτικό Συνέδριο της Γερμανίας είναι ακόμη πιο ειλικρινές σχετικά με τις αποτυχίες της πολιτικής Energiewende. Η στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, λένε οι ομοσπονδιακοί ελεγκτές, κόστισε τουλάχιστον 160 δισεκατομμύρια ευρώ τα τελευταία πέντε χρόνια. Εν τω μεταξύ, οι δαπάνες “είναι σε ακραία δυσαναλογία με τα αποτελέσματα” και ανησυχούν ότι οι ψηφοφόροι θα μπορούσαν σύντομα να χάσουν κάθε εμπιστοσύνη και η μεγάλη ιδέα να μετατραπεί σε μια ακόμη μεγαλύτερη απογοήτευση. Παρά το γεγονός ότι αρχικά η νέα ενεργειακή πολιτική ήταν εξαιρετικά αποδεκτή, οι Γερμανοί τη βλέπουν τώρα ως πολύ ακριβή, πολύ χαοτική και πολύ άδικη.
Στενός συνεργάτης της Καγκελαρίου Μέρκελ παραδέχθηκε ότι η γερμανική κυβέρνηση υποκλίθηκε «πολύ εύκολα» στις δυνάμεις της βιομηχανίας που πιέζουν για φθηνό φυσικό αέριο, ενώ «αγνόησε εντελώς τους γεωπολιτικούς κινδύνους». Εξ άλλου, ο Schäuble είπε απλά: «Έκανα λάθος. Όλοι κάναμε λάθος», αλλά και άλλοι εξέχοντες πολιτικοί έκαναν ανάλογες δημόσιες δηλώσεις. Η ίδια η καγκελάριος Μέρκελ παραδέχθηκε ιδιωτικά στον Τουσκ, πρώην πρωθυπουργό της Πολωνίας και Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ότι ήταν «ανήμπορη» να αντισταθεί. Δεν είχε άλλη επιλογή λόγω της πίεσης που δεχόταν από τους Γερμανούς επιχειρηματίες. Ο Τούσκ χαρακτήρισε τον Nord Stream 2 ως το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας της Μέρκελ. Και βέβαια οι πιέσεις δεν έπαψαν και μάλλον συνεχίζονται ως απειλή εξόδου των γερμανικών εταιριών από την χώρα, ενδεχομένως ενόψει επενδυτικών κινήτρων στις ΗΠΑ.
Τι να πει κανείς για το έλλειμμα δημοκρατίας που οδήγησε στα «λάθη» και την τυφλή εμπιστοσύνη των Γερμανών, όταν μόλις το Φεβρουάριο του 2022 αντιλήφθηκαν ότι οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου στη Γερμανία που διαχειρίζονταν οι Ρώσοι είχαν μείνει σκόπιμα άδειες. Μέχρι την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία στις αρχές του 2022, η Γερμανία δεν είχε «σχέδιο Β», παρόλο που είχαν πληθύνει ανησυχητικές ενδείξεις.
Zeitenwende: αλλάζουν οι καιροί με τις ίδιες πολιτικές;
Σήμερα, το σύνθημα που επικρατεί είναι ότι οι καιροί έχουν αλλάξει όπως διακήρυξε ο Γερμανός Καγκελάριος Scholz, αμέσως μετά την ρωσική εισβολή, οραματιζόμενος το πιο κρίσιμο σημείο καμπής στη γερμανική εξωτερική πολιτική τα τελευταία 70 χρόνια, με το ορόσημο Zeitenwende (epochal change). Στην περίφημη ομιλία του εξήγγειλε έναν ριζικό επαναπροσανατολισμό της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Σήμερα όμως επικρατεί η εντύπωση ότι αυτή η ομιλία ήταν μάλλον συμβολική. Σίγουρα έστειλε τα σωστά σήματα και έδειξε την υποστήριξη της Γερμανίας στην Ουκρανία. Ωστόσο, η υλοποίηση αυτών των αλλαγών αποδεικνύεται πολύ αργή, οδηγώντας σε νέες εντάσεις μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας.
Σε έγκυρο άρθρο πολιτικής γνώμης υποστηρίζεται ότι δυστυχώς και μετά τη διακήρυξη Zeitenwende παραμένει το ίδιο παλιό χάσμα μεταξύ των δηλωμένων φιλοδοξιών της Γερμανίας και των πράξεών της. Η Γερμανία απομονώνεται ολοένα και περισσότερο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης από έλλειψη διαβούλευσης, πράγμα που έχει αυξήσει σε ανησυχητικό βαθμό τις γαλλογερμανικές εντάσεις. Γενικότερα, η Γερμανία κατορθώνει συνεχώς να αποξενώνει τους στενούς συμμάχους της, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζει ήπια αντίπαλες δυνάμεις, όπως η Ρωσία και η Κίνα. Ένας σοβαρός λόγος γι’ αυτό είναι ότι, χωρίς υπερβολή, αυτό που η Γερμανία αποκαλεί εξωτερική πολιτική της είναι στην πραγματικότητα πρωτίστως εμπορική πολιτική. Έτσι κατέληξε να εξαρτάται τόσο επισφαλώς από τη ρωσική ενέργεια και τις εξαγωγές στην Κίνα. Οι κυβερνήσεις Σραίντερ και Μέρκελ ωθήθηκαν από τα εταιρικά συμφέροντα. Ήταν η γερμανική μεγάλη επιχείρηση που ήθελε τον αγωγό Nord Stream 2, με την άπληστη προσδοκία της για φθηνό ρωσικό αέριο.
Κατά τη γνώμη μου πίστεψαν ότι αυτή τη φορά θα κατακτήσουν τη Ρωσία με οικονομικά μέσα και τελικά, με την ανοχή της «ανήμπορης» Άνγκελας Δωροθέας Μέρκελ πούλησαν τη ψυχή τους στο διάβολο και εφάρμοσαν ενεργειακή πολιτική που επιδεινώνει το φαινόμενο του θερμοκηπίου με την ασυλία του μεθανίου.
Ο Ευστάθιος Χιώτης είναι Δρ. Μεταλλειολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, Μηχανικός Πετρελαίων Imperial College, πρώην διευθυντής στη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίων και στο Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους. Ανακοινώσεις και άρθρα του έχουν αναρτηθεί στις ιστοσελίδες Academia, ResearchGate και EnergyPress.