Στην ολομέλεια της βουλής και στην συζήτηση που γίνεται στο σ/ν για τον αναπτυξιακό νόμο μίλησε ο βουλευτής της ΝΔ Στάθης Κωνσταντινίδης ο οποίος μεταξύ άλλων ανέφερε ότι το νομοσχέδιο έκανε δεκτά τα αιτήματα της Δυτικής Μακεδονίας, ένα από τα οποία ήταν και η υπαγωγή των αγροτικών ατομικών επιχειρήσεων στον αναπτυξιακό νόμο και συγκεκριμένα στο πεδίο της αγροδιατροφής. Έτσι, η δίκαιη μετάβαση αποτελεί ξεχωριστό καθεστώς ενίσχυσης, η περιφερειακή ενότητα Κοζάνης «πιάνει ταβάνι» στις ενισχύσεις, ενώ έχουν τεθεί ειδικές ρήτρες, προβλέπονται ταχύτατες εγκριτικές διαδικασίες και σε αντίθεση με τις άλλες περιοχές ενισχύονται όλες οι επιχειρήσεις με χρηματικές επιδοτήσεις.
Αναλυτικά η ομιλία του κ. Κωνσταντινίδη:
«Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να μπούμε και στο νομοσχέδιο. Η ανάπτυξη αποτελεί μόνιμο ζητούμενο κάθε κοινοβουλευτικής διαδικασίας και κάθε πολιτικής συζήτησης. Η ανάπτυξη, βέβαια, με την τεχνική διάσταση του όρου, της μεγέθυνσης του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, αλλά και με την ουσιαστική και κοινωνική, που αυξάνει το εισόδημα των πολιτών, που βελτιώνει τις συνθήκες στην απασχόληση, μια ανάπτυξη, που, διευρύνοντας τους δημόσιους πόρους, αναβαθμίζει τις υπηρεσίες του κράτους προς τον πολίτη, επιτρέπει στο κράτος να ξεδιπλώνει ένα ισχυρό δίχτυ κοινωνικής προστασίας για τους πιο ευάλωτους συνανθρώπους μας.
Πώς επιτυγχάνεται, όμως, μια τέτοια ανάπτυξη; Φυσικά, δεν έρχεται από μόνη της. Χρειάζεται σχέδιο και δράση, εθνικό σχέδιο που πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του τις διεθνείς τάσεις και το ευρύτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο θα υλοποιηθεί και θα αλληλοεπιδράσει με αυτό, που θα ανταποκρίνεται όμως και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χώρας στην οποία εφαρμόζεται, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις αδυναμίες και τα πλεονεκτήματά της, τις δεξιότητες και τις δυνατότητες του ανθρώπινου δυναμικού της, που θα εδράζεται σε πραγματικά ρεαλιστικά δεδομένα, αλλά ταυτόχρονα θα έχει στόχο και θα δημιουργεί όραμα.
Ένα τέτοιο σχέδιο, βέβαια, πρέπει να διαθέτει και τα κατάλληλα εργαλεία, μια διοίκηση στελεχωμένη και εξοπλισμένη με σύγχρονα μέσα, ένα τραπεζικό σύστημα που θα μπορεί να επιτελέσει τον κυρίαρχο ρόλο του, που είναι η τροφοδότηση με ρευστότητα στην αγορά και βεβαίως, η υποστήριξη επενδυτικών σχεδίων -διότι και εκεί έχετε εκδηλώσει με κάθε τρόπο την εναντίωσή σας σε κάθε προσπάθεια εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος- έναν ιδιωτικό τομέα που δεν θα διώκεται, δεν θα ενοχοποιείται και δεν θα εξοντώνεται φορολογικά, όπως συνέβη επί της διακυβέρνησής σας, που θα μπορεί να αναπτύσσεται σε περιβάλλον ανταγωνισμού με αίσθημα εταιρικής ευθύνης και να συνεργάζεται εκεί που είναι δυνατό και αναγκαίο και με τον δημόσιο τομέα.
Για εσάς, της Αριστεράς, που έχετε αλλεργία σε καθετί το ιδιωτικό και σε κάθε έννοια σύμπραξης με τον δημόσιο τομέα.
Και βεβαίως, μια κυβέρνηση που να πιστεύει στην επιχειρηματικότητα και να είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει πολιτικές που θα πετύχουν μια ανάπτυξη σταθερή, βιώσιμη και αειφόρο.
Διότι αυτή την ανάπτυξη χρειαζόμαστε και για αυτή πρέπει να εργαστούμε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Γνωρίζουμε λίγο-πολύ όλοι τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, τις αρνητικές αναλογίες ανάμεσα σε υπηρεσίες και εμπορεύσιμα αγαθά, το ελλειμματικό ισοζύγιο εισαγωγών και εξαγωγών, τον υπερπληθωρισμό πολύ μικρών οντοτήτων, δραστηριοτήτων, τον μικρό και μη καθετοποιημένο πρωτογενή τομέα, την απουσία ισχυρής και ανταγωνιστικής μεταποίησης και βέβαια, την ανύπαρκτη σχεδόν εφαρμοσμένη έρευνα και καινοτομία, τελικά τη χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα.
Θέλουμε, τελικά, να αλλάξουμε αυτό το παραγωγικό μοντέλο ή όχι, να το διατηρήσουμε; Έχουμε μια τάση, εξάλλου, να μπερδεύουμε, να συγχέουμε τις έννοιες, τα εργαλεία και τους στόχους. Άλλο πράγμα τα επενδυτικά κίνητρα, αυτά για τα οποία μιλάει ένας αναπτυξιακός νόμος και άλλο η παροχή ρευστότητας και τα μέτρα στήριξης. Όλα είναι απαραίτητα, αλλά δεν απευθύνονται όλα στον ίδιο σκοπό. Εξάλλου, η κάθε εποχή έχει τα δικά της προτάγματα. Ο προηγούμενος Αναπτυξιακός Νόμος απευθυνόταν σε άλλες ανάγκες και σε άλλες ο σημερινός.
Ας αφήσουμε, λοιπόν, τις υπεκφυγές. Πρέπει να ενισχύσουμε την εξωστρέφεια και την ψηφιακή αναβάθμιση; Θέλουμε τη φρεσκάδα και την καινοτομία της νέας επιχειρηματικότητας; Θέλουμε την ανταγωνιστικότητα και την ανθεκτικότητα μεσαίων και πιο μεγάλων σχημάτων, την ενίσχυση των επιχειρήσεων που σχετίζονται με την έρευνα και τεχνολογία, την αειφορία της «πράσινης» ανάπτυξης, της «πράσινης» οικονομίας;
Θέλουμε την υπεραξία που δίνει η μεταποίηση και η καθετοποίηση. Θέλουμε ένα αναβαθμισμένο τουριστικό προϊόν που θα απευθύνεται, ενδεχομένως, και σε υψηλότερο βαλάντιο. Δεν είναι αυτός ο ρόλος ενός αναπτυξιακού νόμου, να σχεδιάζει, να κατευθύνει, να ενισχύει τομείς και δραστηριότητες που έχουν προοπτική και θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας;
Αυτό, λοιπόν, κάνει και το συζητούμενο σχέδιο-νόμου τομεακά και στοχευμένα, εστιάζει στις μικρές επιχειρήσεις και στην περιφερειακή ανάπτυξη, διορθώνει διαχειριστικές αδυναμίες, επιταχύνει σημαντικά τις διαδικασίες, συνδέει τα κίνητρα με την αποτελεσματικότητα. Και ναι, είναι ενταγμένο στο συνολικό κυβερνητικό πλάνο, γιατί μας μέμφθηκε ακόμα και γι’ αυτό η Αντιπολίτευση, λέει ότι κουμπώνει, συνάδει, ανταποκρίνεται στο σχέδιο ανάπτυξης της επιτροπής Πισσαρίδη, στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, στη στρατηγική για τη βιομηχανία. Μα αυτό πρέπει να κάνει, για να είναι λειτουργικό και αποτελεσματικό.
Και είναι απολύτως συμβατός ο αναπτυξιακός νόμος και με τα άλλα νομοθετήματα και μέτρα που έχει λάβει η παρούσα Κυβέρνηση: για τις στρατηγικές επενδύσεις, για τη δίκαιη μετάβαση ασφαλώς, για την εξυγίανση των τραπεζών, για την επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, για την απλοποίηση στην έναρξη της λειτουργίας των επιχειρήσεων, για τη μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών, για την ψηφιακή αναβάθμιση. Όλα αυτά που μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες εμείς νομοθετήσαμε και η Αντιπολίτευση, κατά το μάλλον ή ήττον, καταψήφισε.
Κριτής, όμως, αυτού του αναπτυξιακού νόμου, κύριε Υπουργέ, θα είναι και η διαδικασία αξιολόγησης του άρθρου 128, αυτή την ευθύνη που έχει ο αρμόδιος Υπουργός να διενεργεί κάθε χρόνο το πρώτο τρίμηνο και να αξιολογεί τις επιδόσεις του αναπτυξιακού νόμου. Διότι, καλά τα σχέδια, καλές οι εγκρίσεις, καλές οι ενισχύσεις, σημασία έχει, όμως, ποιες επενδύσεις «πιάνουν μαλλί», ποιες θα φέρουν δουλειές, ποιες θα γεννήσουν καινούρια χρήματα.
Κλείνω λέγοντας, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι το νομοσχέδιο έκανε δεκτά τα αιτήματα της Δυτικής Μακεδονίας, ένα από τα οποία ήταν και η υπαγωγή των αγροτικών ατομικών επιχειρήσεων στον αναπτυξιακό νόμο και συγκεκριμένα στο πεδίο της αγροδιατροφής. Έτσι, η δίκαιη μετάβαση αποτελεί ξεχωριστό καθεστώς ενίσχυσης, η περιφερειακή ενότητα Κοζάνης «πιάνει ταβάνι» στις ενισχύσεις, ενώ έχουν τεθεί ειδικές ρήτρες, προβλέπονται ταχύτατες εγκριτικές διαδικασίες και σε αντίθεση με τις άλλες περιοχές ενισχύονται όλες οι επιχειρήσεις με χρηματικές επιδοτήσεις.
Συμπληρώνεται, έτσι, το θεσμικό πλαίσιο για την προσέλκυση επενδυτικών σχεδίων στον τόπο μας και πλέον, κύριε Υπουργέ, πρέπει να τρέξουμε πιο γρήγορα από τη φθορά, τη φθορά που μας κληροδότησε η προηγούμενη κυβέρνηση στη Δυτική Μακεδονία, στην περιφερειακή ενότητα Κοζάνης με την πολύ χαμηλή εξωστρέφεια και με την παρατεταμένη, συνεχή ύφεση και την υπανάπτυξη που προκάλεσε στην περιοχή μας.
Είμαι βέβαιος ότι το πλέγμα των ρυθμίσεων που έχουμε νομοθετήσει όλο αυτό το διάστημα, αλλά και η επιμέλεια που θα δείξουμε στο εφαρμοστικό στάδιο θα φέρει τα θετικά αποτελέσματα που χρειάζεται η περιοχή.
Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε».