Σημάδεψε τὴ ζωή μας καὶ πολλὲς φορὲς ἀναπολοῦμε λόγια καὶ ἔργα του, στὸν ξύπνο καὶ στὸν ὕπνο μας. Τὶς μέρες αὐτές, ἐπίκαιρα, συνάντησα μιὰ σελίδα στὸ ὑπέροχο βιβλίο τοῦ πρωτ. Σταύρου Παπαδόπουλου λαμπροῦ κληρικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας μὲ τίτλο ΘΥΜΑΤΑΙ…ἔκδ. Ινφογνώμων Ἀθήνα 2017. Ἀντιγράφω τὶς σελίδες του 148-151.
Ἀφηγεῖται ὁ Δημητρὸς ἀπὸ τὸ Τεῖχος, χωριὸ κοντὰ στὴ Δράμα, πῶς γνώρισε τὴν γυναῖκα του Σοφία σὲ χωριὸ τῶν Γρεβενῶν. Μὲ τὴν ὑποχώρησι τοῦ ἐνδόξου Στρατοῦ μας ἀπὸ τὸ μέτωπο τῆς Ἀλβανίας περνοῦν ἀπὸ κάποιο χωριὸ τῶν Γρεβενῶν καὶ βλέπει μιὰ σεμνὴ κοπέλλα. Τῆς λέει, πάω στὸ χωριό μου καὶ ἐπιστρέφω νὰ σὲ ζητήσω ἀπὸ τοὺς γονεῖς σου. Ἔτσι κι ἔγινε. Ἐπιστρέφοντας πάλι στὸ χωριό του ὁ Δημητρός, ἀφοῦ ἔκλεισαν καὶ τὸν γάμο, κάμνει στάσι στὴν πόλι.
Καὶ τώρα παρατίθεται αὐτολεξεὶ τὸ κείμενο τοῦ βιβλίου. «Ἐκεῖ βλέπει κόσμο νὰ κατευθύνεται πρὸς μία κατεύθυνση καὶ μάλιστα πρὸς μία ἐκκλησία, κρατώντας ὁ καθένας στὰ χέρια του κάτι σὰν καραβάνα ἢ κατσαρολάκι.
Πλησίασε ἀπὸ περιέργεια, ἀκούμπησε στὰ κάγκελα τοῦ προαυλίου της, προσπαθώντας νὰ καταλάβει, τὶ συμβαίνει καὶ γιατὶ μαζεύεται ἐκεῖ τόσος κόσμος.
Ξαφνικὰ αἰσθάνεται ἕνα χέρι νὰ τὸν πιάνει ἀπὸ τὸ μπράτσο. Γυρίζει καὶ βλέπει ἕναν μετρίου ἀναστήματος διοπτροφόρο ἱερωμένο μὲ φθαρμένα ράσα καὶ θορυβεῖται.
-Ἔι παλληκάρι, μὴν τρομάζεις! Δὲν σ’ ἔχω ξαναδεῖ. Εἶσαι ξένος; Πεινᾶς; Θέλεις κι ἐσὺ λίγο φαγητό; -Δὲν θὰ ἔλεγα ὄχι, πάτερ… -Τὶ περιμένεις τότε. Πέρασε κι ἐσὺ καὶ περίμενε στὴ σειρὰ ὅπως οἱ ἄλλοι.
Τότε μὲ κοίταξε ἀπὸ πάνω ὡς κάτω. –Καὶ ποῦ ‘σαι. Πρῶτα πήγαινε σὲ κείνη τὴ βορεινὴ γωνιὰ τῆς αὐλῆς καὶ περίμενέ με. Ὑπάκουσε. Πῆγε στὴν βορεινὴ γωνιὰ τῆς αὐλῆς καὶ τὸν περίμενε γιὰ ἐλάχιστα λεπτά, χωρὶς νὰ γνωρίζει τὶ τὸν ἤθελε ὁ παράξενος αὐτὸς παππούλης.
-Βγάλε ἀμέσως τὸ παντελόνι σου! Τοῦ λέει ὁ παπᾶς. –Τὶ εἶναι αὐτὰ ποὺ λές, πάτερ; -Κάνε αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω. Ὁ Δημητρὸς ὑπακούει καὶ βγάζει τὸ μπαλλωμένο παντελόνι του. Ὁ παππούλης ἁπλώνει τὸ χέρι του κι ἐνῶ παίρνει τὸ παντελόνι τοῦ Δημήτρη τοῦ δίνει τὸ δικό του. Ἔγινε ἀλλαγὴ κι ἀντίρρηση δὲν σήκωνε! –Βγάλε καὶ τὰ παπούτσια σου! Ἐπαναλήφθηκε πάλι τὸ ἴδιο, αὐτὴ τὴ φορὰ μὲ ἀνταλλαγὴ τῶν ὑποδημάτων. Φόρεσε ὁ παπᾶς τὸ παντελόνι τοῦ Δημητροῦ καὶ τὰ παπούτσια του κι ἐκεῖνος τὰ δικά του. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ μπῆκε στὸ ναὸ κι ἐξαφανίστηκε, ἐνῶ ὁ κόσμος ἐρχόταν ὅλο καὶ περισσότερος γιὰ φαγητό. Κάποιος τοῦ δάνεισε δοχεῖο γιὰ φαγητὸ, πῆρε καὶ τὴ μερίδα τοῦ ψωμιοῦ.
-Ποιὸς τὰ προσφέρει ὅλα αὐτά; Ποιὸς φροντίζει γι’ αὐτά; -Ἡ Ἐκκλησία. Ἄρχισε στὴν ἀρχὴ μὲ 5-10 μερίδες καὶ τώρα τρέφονται ἑκατοντάδες φτωχοὶ καὶ νηστικοὶ ἀπὸ τὴν πόλι καὶ ἀπὸ τὰ γύρω μέρη, ὅπως καὶ περαστικοί.
-Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ ὑπεύθυνος;
-Ὁ ἀρχιμανδρίτης καὶ ἱεροκήρυκας Αὐγουστῖνος Καντιώτης.
Τὸν ἀναζήτησε γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει γιὰ τὸ παντελόνι καὶ τὰ παπούτσια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ζεστὸ φαγητό, ὅμως ὁ παππούλης δὲν ἐπανεμφανίστηκε. Ἡ ἀπίστευτη αὐτὴ χειρονομία τὸν κατασυγκίνησε. Οὔτε ρώτησε ποιὸς ἦταν, ἂν ἦταν ἄνθρωπος τῆς πίστης καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦ ἦταν ἀρκετὸ ποὺ τὸν εἶδε μὲ τρύπια παπούτσια καὶ μπαλλωμένο παντελόνι, ὁλόκληρο νέο παλληκάρι. Ἐκεῖνος φόρεσε τὰ παλιὰ καὶ τἄκρυψε κάτω ἀπὸ τὰ ράσα του.
Πληροφορήθηκε ὁ Δημητρός, ὅτι ὁ ἱερέας αὐτὸς μὲ καθημερινὸ κίνδυνο τῆς ζωῆς του, μέχρι καὶ ἀπὸ Θεσσαλονίκη ἐξασφάλιζε τροφή, γιὰ νὰ θρέψει πεινασμένους, ἁπλᾶ ἐφαρμόζοντας στὴν πρᾶξι τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ἀπὸ τὶς περιοχὲς Γρεβενῶν καὶ Κοζάνης.
Ποτὲ δὲν θὰ ξεχάσει τὴν ταπεινότητα καὶ τὴν ἀγάπη αὐτοῦ τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου».
Ἀγαπητέ μου ἐν Χριστῷ ἀδελφέ, π.Σταῦρο, σεὐχαριστοῦμε γι’ αὐτὴν τὴν πανάκριβη καὶ μεγαλειώδη σὲ ἁπλότητα εἰκόνα τοῦ π.Αὐγουστίνου, ποὺ μᾶς διέσωσες ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἐκ Τείχους Δράμας ἀδελφοῦ Δημητροῦ.
ἁγίου Αὐγουστίνου 15.6.2020
ἀρ.νι.μα.