Ετήσια λειτουργική κερδοφορία της τάξης των 900 εκατ. ευρώ με 1 δισ. ευρώ θα πρέπει να καταγράφει η ΔΕΗ για να μπορεί να συνεχίσει να ξεπληρώνει τα χρέη της και παράλληλα να προχωρήσει στην υλοποίηση επενδύσεων που έχει σχεδιάσει και οι οποίες θα επιτρέψουν να ανακάμψει οριστικά.
Την εκτίμηση αυτή μετέφερε στους βουλευτές χθες ο διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης, απαντώντας σε ερωτήσεις κατά τη διάρκεια ενημέρωσης της Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου για την προμήθεια υγρών καυσίμων για το έτος 2021. «Δεν υπάρχει άλλη συνταγή», τόνισε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της ΔΕΗ.
Σε ερωτήσεις βουλευτών σχετικά με την απόσυρση λιγνιτικών μονάδων ο κ. Στάσσης διευκρίνισε ότι ορισμένες λιγνιτικές μονάδες τίθενται εκτός αγοράς και όχι εκτός συστήματος, μια και υπάρχει ακόμη ανάγκη να αξιοποιηθούν ως στρατηγικές εφεδρείες και με μια ορισμένη και προκαθορισμένη αποζημίωση θα μπορούν να μπαίνουν στο σύστημα όταν υπάρχει ανάγκη.
Ο κ. Στάσσης ενημέρωσε την αρμόδια επιτροπή της Βουλής για τις συμβάσεις προμήθειας υγρών καυσίμων της ΔΕΗ. Ανέφερε ότι η προμήθεια ντίζελ για ανάγκες ηλεκτροπαραγωγής ανέρχεται σε 820 χιλιάδες τόνους, εκ των οποίων οι 240 χιλιάδες πηγαίνουν απευθείας στον ΑΗΣ Αθερινόλακου και οι υπόλοιπες 580 χιλιάδες στον ΑΗΣ Λαυρίου για να κατευθυνθούν από εκεί με ναυλωμένα πλοία από τη ΔΕΗ στα υπόλοιπα νησιά που λειτουργούν ντιζελοκίνητες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Πρόκειται για μαζούτ χαμηλού θείου περιεκτικότητας έως 1%, το οποίο αξιοποιείται ως καύσιμο στις εν λόγω μονάδες.
Σύμφωνα με τον κ. Στάσση, η ΔΕΗ προχώρησε στην επέκταση μέχρι και 31/12/2021 της σύμβασης που είχε υπογράψει για το 2020 με την εταιρεία ΕΚΟ ΑΒΕΕ, κρίνοντας ότι παραμένει συμφέρουσα για τη δημόσια επιχείρηση. Υπογραμμίζοντας τα αναλυτικά νούμερα των συμβάσεων κατά τα συναπτά έτη 2019, 2020 και 2021 προκύπτει ότι οι σχετικές συμβάσεις για την προμήθεια υγρών καυσίμων παραμένουν συμφέρουσες για την επιχείρηση. Σε ό,τι αφορά την προμήθεια άλλων υγρών καυσίμων, όπως ντίζελ κίνησης, ντίζελ θέρμανσης και βενζίνες, έγιναν μειοδοτικοί διαγωνισμοί και ανατέθηκε η προμήθεια των καυσίμων για τις ανάγκες της ΔΕΗ.
Τη συνεδρίαση της Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου απασχόλησε χθες και το θέμα των τιμών ρεύματος, αλλά και ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας που προκύπτουν από τη διεύρυνση του μεριδίου του φυσικού αερίου ως εισαγόμενου καυσίμου στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής. Για το δεύτερο αυτό ζήτημα ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας παρέπεμψε στις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης για τη διαφοροποίηση των πηγών και οδεύσεων του φυσικού αερίου. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στα έργα FSRU Aλεξανδρούπολης, αγωγό EastMed και την υπόγεια αποθήκη Καβάλας, η δυναμικότητα της οποίας δύναται να καλύψει τις ανάγκες της χώρας σε φυσικό αέριο για σχεδόν δύο μήνες.
Σε ό,τι αφορά τις χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος, ο υπουργός τόνισε ότι ανάλογη ανοδική τάση με την ελληνική αγορά παρατηρείται σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., ως απόρροια της προσφοράς και της ζήτησης. Σχολιάζοντας την αυξητική τάση των τιμών των ρύπων (CO2), σημείωσε ότι επιβάλλει την επιτυχία της απολιγνιτοποίησης, καθώς με τα σημερινά επίπεδα τιμών το κόστος μιας λιγνιτικής κιλοβατώρας εκτοξεύεται στα 120 ευρώ, δεδομένου ότι για την παραγωγή μιας λιγνιτικής κιλοβατώρας εκλύονται 1,2 με 1,4 τόνοι διοξειδίου του άνθρακα. Οι αντίστοιχες εκπομπές από μια καινούργια μονάδα φυσικού αερίου είναι μόλις 0,25 τόνοι ανά μεγαβατώρα.
Πηγή: kathimerini.gr