‘-Το καφεδάκι σου Τασούλ.
-Να ‘σαι καλά Πετράκη.
-Να σου πω Τασούλ, τι έγινε χθες το βραδάκι…Ξέρεις τίποτα;
-Ξέρω Πετράκη, αλλά ό,τι σου πω να μείνει μεταξύ μας σε παρακαλώ.
-Εννοείτε Τασούλ! Τι έκανε, λοιπόν, το τρίο Μπελκάντο;
-Τι να ‘καναν; Από σένα έφυγαν, απ’ ότι ξέρω, αργούτσικα και ντίρλα!
-Σωστά. Πες εσύ για τα μετά και θα σε πω εγώ για τα πριν.
-Εγώ…μόλις είχα ξεπροβοδίσει…τη Διαλεχτή, εκεί κοντά στο σπίτι της και έφευγα για το σπίτι μου.
-Άαα! Ξεπροβοδίματα έχουμε;
-Είπαμε, μεταξύ μας Πετράκη!
-Καλά, αυτά θα τα πούμε άλλη φορά…
-Ακούω, λοιπόν, μέσα στην ησυχία της νύχτας τους τρεις, Κάκκο, Γιάννε, Χάμπο, να τραγουδούν: “Να σου δώσω μια να σπάσεις, άαα ρε κόσμε γυάλινε…”, γκαρίζανε!
-Και που γκαρί…που τραγουδούσανε, Τασούλ;
-Στην αυλή του σπιτιού του Κάκκου! Από ‘ κει ερχόταν ο σαματάς!
-Μιλάμε για σαματά, έεε;
-Αφου ήτανε ντίρλα για!
-Ξέρεις…είχε γενέθλια ο Κάκκος…
-Ξέρω, με το ‘πε η Διαλεχτή…
-Βέβαια…Τέλος πάντων. Ξέφυγαν με τα τσίπουρα. “Φέρε μας, Πετράκη, τρια τσίπουρα και ξανά – μάνα, φέρ’ μας Πετράκη άλλα τρία τσίπουρα”.
-Τα ήπιαν για τα καλά!
-Ξέφυγαν τελείως σε λέω. Κάπου στην τέταρτη γύρα, ακούω τον Κάκκο να κράζει: “Και όποιος πει κακό λόγο για μας, να του βγει το μάτι σα λουκουμάς”. “Να σκάσουν οι οχτροί μας”, φώναζε ο Χάμπος, “Σαμπέρι – σαμπέρο” αλάλαζε ο Γιάννες”.
-Τι μου λες; Σαμπέρι – σαμπέρο; Τι πα’ να πει αυτό;
-Αυτό τον ρώτησαν και οι άλλοι και επειδή ήμουν δίπλα τον άκουσα να τους εξηγεί: “Όταν ήμουν μικρό παιδί”, τους είπε, “είχα μιαν ανησυχητικά ζωηρή φαντασία. Έβαζα δύο καρέκλες φορμάικα στο σαλόνι, αντικρυστά, σφήνωνα ανάμεσα και δύο μεγάλα μαξιλάρια το ένα πάνω στ’ άλλο και αυτό ήταν το άλογό μου”.
-Τι μου λες; Μπράβο στον Γιάννε!
-“Είχα κι ένα ξύλινο σπαθί”, τους είπε, ” όπως όλα τα παιδιά και ορμούσα αλαλάζοντας απάνω στους φανταστικούς εχθρούς μου και τους ξεπάστρευα όλους, Καβαλλάρης εγώ, φωνάζοντας σαμπέρι – σαμπέρο!”.
-Κάτι σαν το “Αέρα” των τσολιάδων, δηλαδή;
-Ναι για!
-Έτσι τους άκουσα κι εγώ, χθες το βράδυ να αλαλάζουν, “σαμπέρι – σαμπέρο”. Λέω, ας πάω να δω αν είν’ όλα καλά και τότε ακούω τη Διαλεχτή να ουρλιάζει: “Την άλλη μπαμπά. Η άλλη σωλήνα είναι αναμμένη! Λάθος σωλήνα πέταξες!
-Τι πα να πει αυτό, Τασούλ;
Θα πει, πως μέσ’ την τύφλα τους, τους λέει ο Κάκκος: “Δεν πάμε απ’ το σπίτι μου να σκάσουμε δύο σωλήνες γεμισμένες με μπαρούτι και θειάφι που έχω απ’ το Πάσχα, να κάνουμε πάταγο;”.
-Μπράβο στον Κάκκο! Αυτά σκάνε σα δυναμίτες.
-Βόμβες είναι! Πήγαν λοιπόν, ντίρλα όπως ήταν, και ανάψανε το φυτίλι της μιας σωλήνας. Πάει να την πετάξει ο Κάκκος και μέσα στη ντίρλα του, γλυστράει απ’ το χέρι του και πέφτει κάπου στα πόδια τους.
-Τι μου λες; Και μετά;
-Μετά, τύφλα για, σκοτάδι, αντί για την αναμμένη, βρίσκει την άλλη, τη σβηστή και πετάει αυτήν μακριά! Εν τω μεταξύ, η Διαλεχτή, βλέπει την σωλήνα με το φυτίλι να ανάβει κάτω στα πόδια τους, πεσμένη…έτοιμη να σκάσει!
-Να παν’ αδιάβαστοι!
-“Την άλλη”, ουρλιάζει η Διαλεχτή, πέτα την άλλη μπαμπά! Ο Κάκκος ντίρλα, δεν χαμπαριάζει, τίποτα. “Να σου δώσω μια να σπάσεις, σαμπέρι, άαα ρε κόσμε γυάλινε, σαμπέρο”, αλαλάζει.
-Και λοιπόν;
-Και λοιπόν, ορμάει η Διαλεχτή… εγώ ήμουν μακρυά ακόμα… αρπάζει την αναμμένη σωλήνα την πετάει στον αέρα και στο τσακ, ΜΠΑΜ! Ανάστα ο Κύριος έγινε!
-Και δε βγήκαν οι γειτόνοι;
-Βγήκαν για. Και πως μου ‘ κόψε και λέω “απ’ το Σισάνι είναι δυναμίτες. Σπάνε βράχο για να βάλουν βάσεις για ανεμογεννήτριες”! Ό,τι πρόλαβα είπα!
-Το φάγανε! Όλοι αυτό λέγανε σήμερα! Και γι’ αυτό δε φάνηκαν…
-Που να φανούν, Πετράκη; Απ’ την τρομάρα τους βγάλανε τη χρυσή και οι τρεις. Θα κάνουν καιρό να φανούν! Εσύ, αν ξανάρθουν…όποτε ξανάρθουν, σα να μην έγινε τίποτα! Εντάξει;
-Εντάξει, Τασούλ. Σαμπέρι – σαμπέρο…