-Είμαι καλά…
Πίνω ένα καφέ ελληνικό, αχνιστό, στο προαύλιο των ΚΤΕΛ, ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι Κυριακής, στη μία παρά… Ο ήλιος γλυκαίνει την παγωνιά, θωπεύει το πρόσωπο, γλυκαίνει και την σκέψη. Κι ας φεύγω απ’ την πατρίδα…
-Είμαι εδώ…
Σ’ ένα λεωφορείο της γραμμής, σ’ ένα σύντομο ταξίδι μιας ώρας – επιστροφή στο σπίτι. Και βλέπω τους δρόμους να προβάλλουν, να προσπερνιούνται τα τούνελ. Ψηλά τα βουνά στα μέρη μας. Ορθώνονται αγέρωχα παραπλεύρως. Μια καταχνιά στις κορφές τους. Ολόγυμνα τα δένδρα, και τα οργωμένα χωράφια, πορεία στην πορεία, αλλάζουν εικόνα, φορτώνονται με το χιόνι που έπεσε άφθονο λίγες ημέρες πριν.
Σπίτια όμορφα. Με τις αυλές τους, χωριά συμμαζεμένα, νοικοκυρεμένα, με σόμπες και τζάκια να καπνίζουν ασταμάτητα. Ένας σκύλος όρμησε γαυγίζοντας παράφωνα, μια γυναικούλα με ποδιά, μας χαιρέτισε με νόημα, σαν να περίμενε κάτι.
-Είμαι χαρούμενη…
Γιατί στις μέρες που πέρασαν τις γιορτινές, βρήκα το θάρρος να παρακάμψω έναν εγωισμό, να ζητήσω συγνώμες, να ελαφρύνω το κάρμα μου.
-Είμαι ικανοποιημένη γιατί μου δόθηκε η δύναμη, ν’ αφήσω πίσω και ν’ αγνοήσω πλέον, αυτούς που πίστεψα, αγάπησα και θεώρησα «φίλους», όταν με πίκραναν, μ’ απαξίωσαν, μ’ απαρνήθηκαν εν μία νυκτί.
-Είμαι ευχαριστημένη που πρόσφερα. Τόσο δα, ή και περισσότερο, σ’ όσους μου το ζήτησαν, σ’ όσους το απαίτησαν, μα και σ’ όσους σιωπηλά και ταπεινά άφησαν να εννοηθεί ότι χρειάζονται. Αυτό που δεν μετριέται με είδος μόνο, αλλά και με απόθεμα ψυχής..
-Θαμπώθηκα από τις αχτίδες, που χτύπαγαν το τζάμι. Τα γυαλιά κρύψανε τις σκέψεις μου… Γιγάντιες οι βουνοκορφές αχνίζουν απ’ τα σκόρπια σύννεφα, ξερόκλαδα και γκρίζα δένδρα φλερτάρουν με το μεσημβρινό παγερό αεράκι.
-Είμαι ευτυχισμένη που ξέφυγα έστω για λίγο, από μια νοσηρή θλίψη, από ένα βουβό μάταιο παράπονο από μια έμφυτη ευαισθησία.
-Είμαι λοιπόν καλά….
Το λεωφορείο τρώει τα χιλιόμετρα. Οι εικόνες εναλλάσσονται..
Οι δρόμοι είναι ανοιχτοί και το μυαλό ελεύθερο…
-Πόση αξία έχει ένας καφές; Ένα εισιτήριο λεωφορείου;
Πόσος χρόνος χρειάζεται, πόση απόσταση, πόσος ήλιος, πόσος χειμώνας για τόση αλλαγή;
-Ευλογημένη και λυτρωμένη. Θαλπωρή, φως, αγνάντεμα ουρανού και μυρωδιά του ξύλου. Πίκρα και θυμός, αιωρήθηκαν και διαλύθηκαν έτσι, απλά, με την δύναμη μιας ματιάς.
-Είμαι τόσο καλά, και είμαι σίγουρα εδώ… Μορφή μιας γήινης εικόνας, αίσθηση μιας φευγαλέας στιγμής, στο απόγειο μιας νηφάλιας συνείδησης, στο σκίρτημα μιας τεράστιας ανιδιοτελούς αγάπης, μ’ ένα απίστευτο θαυμασμό για το απλό, το γήινο και υπερκόσμιο όλον.