– Αντίο για πάντα σ’ εσένα, που έγινες ουράνιο τόξο στον θολό ουρανό μας. Ένα αντίο σ’ εσένα που συνυπήρξες με το πικρό γιατί της ζωής και ποτέ δεν κατανόησες. Μονάχος τραβούσες τα ανηφόρια σου, περήφανος σαν αετός, ελεύθερος σαν αέρας… Χρωμάτιζες το παράπονό σου, κ όλα τ’ ακατανόητα τα άφηνες στην σκόνη, να κρεμαστούν σαν αράχνες…
Σ΄ ένοιαξε ο άνθρωπος γιατί ήσουν ανθρώπινος. Σε πλήγωνε ο θεός που σ’ έκανε άνθρωπο, γιατί στ’ αλήθεια εσύ ήσουν πουλί, αέρας, φως…
Πίσω απ’ τα βαριά σου βλέφαρα, πετάριζε συχνά, το άδειο σου όνειρο, οι χιλιάδες μορφές που σε προσπέρασαν, σε ακούμπησαν, σου είπαν «γεια» . Πίσω απ’ το γαλάζιο σου βλέμμα, μισοκρύβονταν πάντα ένα δάκρυ αγάπης που για όλα υπήρχε… Ποτέ δεν κατανόησε η αγνή σου ψυχή για ποιο λόγο ανάσαινε. Ποτέ δεν κατάλαβε ο ανυπότακτος λογισμός σου, γιατί ήταν εγκλωβισμένος σε μια μεγάλη ιδέα…
– Μοναχό σκυλί του δρόμου, που συχνά τρίκλιζε από πόνο και λύπη… Μόνος και ανθρώπινος, χωρίς θεό, στην παγωνιά, στην νύχτα, στα πρέπει, στα ίσως…
– Τόσα και τόσα χρόνια κρυμμένος στα υγρά σου σκεπάσματα, τυλιγμένος με μούχλα και την υποκρισία του κόσμου. Τόσα και τόσα χρόνια, μ’ ένα ποτήρι κρασί, βλαστημούσες για να καλύψεις την θλίψη, γράφοντας στίχους στα άδεια από τσιγάρα πακέτα σου…
– Ήσουν ζωγράφος, ήσουν ο ποιητής της μιας ημέρας, χωρίς επώνυμο. Ήσουν απλά ο Θανάσης…
Το κρύο σε πιρούνιαζε συχνά. Η μοναξιά σε είχε στην μόνιμη αγκαλιά της. Και η λίγη στοργή μας, ήταν πιο λίγη απ’ ότι νομίζαμε…
Τα τριμμένα σου ρούχα, ήταν όλα δικά μας, κι οι τρύπιες σου τσέπες, κουδούνιζαν με τις δικές μας δεκάρες που απ’ ανάγκη πια δέχτηκες… Πλύθηκες με σταγόνες της βροχής, χόρτασες μ’ ένα κομμάτι χθεσινό ψωμί που βρέθηκε στο άδειο ντουλάπι. Ένα ποτήρι κρασί – ζεστό αλκοόλ- κι ένα ποίημα, λίγο χρώμα, μια πινελιά, μισή η ζωγραφιά σου, αηδιασμένη. Δεν παραπονιόσουν. Μόνο έβριζες. Ίσως γιατί πείναγες, ίσως γιατί δίψαγες, ίσως… γιατί…
– Υπερβολές… Είχες την στοργή μας έστω από μακριά. Είχες τα αποφόρια μας και το περίσσευμα μας, όταν περίσσευε… Εσύ ήσουν η αυλή που διψούσε εμείς τα είχαμε όλα, και προπάντων Θεό. Πήγες και ήρθες με αμέτρητα μεθυσμένα βήματα, την μεγάλη λεωφόρο. Χάθηκες στα πολύχρωμα φώτα της φυγής… μα δεν στάθηκες πουθενά…
– Μια χειραψία ξάφνου μια μέρα, ένα φιλί και μας αποχαιρέτησες. Μια χειραψία κι ένα αντίο παντοτινό. Το λεβέντικό σου σώμα πάλεψε, μα νικήθηκε απ’ το ΤΙΠΟΤΑ… Αυτό που σε συντρόφευε για μια ζωή…
– Αντίο ποιητή. Αντίο δημιουργέ, αντίο ανώνυμε Θανάση…
Πέρασε ο κομήτης σου και χάθηκε, στις εκκλησιάς που ζωγράφισες τον θόλο, στην αγκαλιά της αγάπης του Θεού. Αυτού που πάντα έψαχνες, έβρισκες, έχανες ή προσπέρναγες… Τον αντάμωσες… Κι αυτός σε φροντίζει. Ξέρω πια πως είσαι ευτυχισμένος. Χαμογελάς…
Έχεις τόσα πολλά χρώματα και τόσους μουσαμάδες. Καμβάδες αμέτρητους να ζωγραφίζεις λεύτερα το νόημα της ζωής και του θανάτου, και προπάντων του ΤΙΠΟΤΑ…
Σίσσυ Ραμπίδου