-Γιάγκο;
-Τι είναι Χάμπο;
-Φοβάμαι και να το πω.
-Γράψ’ το μου τότε.
-Παλαβός είσαι; Αυτό είναι που φοβάμαι. Δεν έμαθες που ό,τι γράφουμε “ζντουπ” πάει γραμμή εκεί που πρέπει, λέει, και μας ρουφιανεύει χαρτί και καλαμάρι, λέει.
-Σώπα ρε Χάμπο. Υπερβολές.
-Ναι Γιάγκο, υπερβολές να λες εσύ. Κι άλλοι έτσι λέγανε. Κάτι είπανε, κάτι γράψανε, μπορεί και να ‘γινε λάθος, λέει, το μάθανε οι αυτοινοί, λέει, “ζντουπ” τους μπουζουριάσανε!
-Ποιοι είναι οι αυτοί και ποιοί είν’ οι άλλοι ρε Χάμπο;
-Οι άλλοι; Οι αυτοινοί είναι ρε. Της εκεινής ρε οι βαλτοί. Που κάνουν τη δουλειά τς, λέει.
-Χάμπο, πολύ φοβιτσιάρης είσαι μωρέ. Αφού αυτοί είπαν, λέει, πράματα που δεν έπρεπε. Είπαν επικίνδυνα λέει, είπαν. Κατάλαβες;
-Εγώ κατάλαβα που τελευταία φορά μιλάω έτσι στην ανοιχτωσιά! Από δω και μπρος, αν θες δηλαδή να μιλάμε, θα’ρχεσε στην παλιά την αποθήκη μ’, θα κλείνομάστε μεσα στο υπόγειο, και μη φανταστείς, τα βασικά θα λέμε: πως είσαι; τι έφαγες; Τέτοια…
-Χάμπο το παρακάνεις.
-Άκου Γιάγκο. Εμείς στην Πτολεμαίδα δεν είμαστε σα τις άλλοι. Αφού και τις άλλοι και τις μπουζούριασαν…Εμείς ρε είμαστε και…σταμπαρισμένοι.
-Από που κι ως που ρε Χάμπο;
-Απο κει, που όταν ήρθε η αυτή, έγινε το πατιρντί και κάηκε το πελεκούδι και μετά μας είπε πως είμαστε…κατ’ είπε, θα σε γελάσω…Σταμπαρισμένοι είμαστε! Να τι είμαστε.
-Αφού το είπε ρε αυτό, πως δεν το είπε έτσι. Άλλο είπε λέει και το αλλάξανε.
-Αφού είπε ρε που ακούν τι λέμε και μετα, καλού-κακού μπουζουριάζουν μερικούς. Τώρα, ξέρω γω τι πρέπει και τι δεν πρέπει να λέμε; Είμαστε και μεις εδώ τώρα….είμαστε πια… χαρακτηρισμένοι.
-Τι λες ρε Χάμπο;
-Εγώ λέω, έτσι για σιγουριά, να μάθουμε εκείνο το κόλπο που κάνουν στην τηλεόραση. Εκείνο που κουνάν μόνο τα δάχτυλα και που νογάς τι λες.
-Τη νοηματική λες Χάμπο;
-Αυτό! Καλού κακού. Καλού κακού. Μη κοιτάς οι άλλοι. Εμείς είμαστε και…σταμπαρισμένοι.