Η εμμονή στον λιγνίτη, κόντρα στο ευρωπαϊκό ρεύμα της απανθρακοποίησης που προωθήθηκε μέσω επιδοτήσεων για τις καθαρές μορφές ενέργειας και παράλληλα επιβαρύνσεων για τα στερεά καύσιμα, έχει το δικό της μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή κατάσταση της ΔΕΗ. Ο κίνδυνος μάλιστα να αποτελέσει και τη χαριστική βολή είναι μεγάλος, εάν η ΔΕΗ δεν βρει οδό διαφυγής από την επένδυση της Πτολεμαΐδας 5, η βιωσιμότητα της οποίας αμφισβητήθηκε για πρώτη φορά από τη διοίκηση της ΔΕΗ το 2016 και με τον πιο επίσημο τρόπο τον περασμένο μήνα, ενώ το ενδιάμεσο διάστημα έχουν δαπανηθεί 950 εκατ. ευρώ, τα οποία η ΔΕΗ, για να τα βρει, «στέγνωσε» την αγορά.
Το ερώτημα που θα πρέπει να απασχολήσει και τη νέα πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ενέργειας είναι εάν η ΔΕΗ θα συνεχίσει να δαπανά λεφτά που δεν έχει για μια μη βιώσιμη επένδυση ύψους τουλάχιστον 1,4 δισ. ευρώ. Οι προσδοκίες για διασφάλιση βιωσιμότητας της μονάδας τελείωσαν οριστικά στις 4 Ιουλίου, όταν τέθηκε σε ισχύ ο νέος ευρωπαϊκός κανονισμός για τη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρισμού, ο οποίος επιβάλλει τη σταδιακή κατάργηση όλων των επιδοτήσεων προς τις λιγνιτικές και ανθρακικές μονάδες. Για τις υφιστάμενες λιγνιτικές μονάδες ο κανονισμός προβλέπει επιδοτήσεις το αργότερο έως τον Ιούνιο του 2025 μέσω μηχανισμών διασφάλισης ισχύος. Για νέες μονάδες, όπως η Πτολεμαΐδα 5, ο νέος κανονισμός αφήνει παράθυρο για την επιδότησή τους, υπό την προϋπόθεση ότι τα κράτη-μέλη είχαν μηχανισμό διασφάλισης ισχύος πριν τεθεί σε λειτουργία (δηλαδή πριν από τις 4 Ιουλίου 2019) και επίσης οι μονάδες μπορούν να υπογράψουν τις σχετικές συμβάσεις το αργότερο έως το τέλος του 2019. Επιπλέον, με βάση τον κανονισμό, οι νέες μονάδες δεν θα πρέπει να εκπέμπουν πάνω από 550 γραμμάρια ανά τόνο CO2. Το υπουργείο Ενέργειας, έπειτα από χρόνια αδράνειας, έσπευσε να καταθέσει στη Βουλή, λίγο πριν αυτή κλείσει για τη διεξαγωγή των εθνικών εκλογών, μηχανισμό διασφάλισης ισχύος και το ίδιο διάστημα ο επικεφαλής της ΔΕΗ Μανόλης Παναγιωτάκης, με μια δραματική επιστολή προς την επίτροπο Ανταγωνισμού της Ε.Ε. Μαργκρέτε Βεστάγκερ, εκλιπαρούσε για την έγκρισή του, ζητώντας ουσιαστικά από την Ε.Ε. για μία ακόμη φορά εξαίρεση από το ευρωπαϊκό καθεστώς, κατά τη διαχρονική τακτική της ΔΕΗ.
Αντί να προσαρμόζει την πολιτική της με βάση τις ευρωπαϊκές οδηγίες και κατευθύνσεις, ακολουθούσε επιλογές που υπαγόρευαν μικροπολιτικές, μεταφέροντας το κόστος στη συνέχεια στους καταναλωτές. Μια τέτοια επιλογή είναι και αυτή της Πτολεμαΐδας 5, η οποία σχεδιάστηκε και αποφασίστηκε «για την ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας και για λόγους συνέχισης της λιγνιτικής δραστηριότητας στη Δυτική Μακεδονία», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην επιστολή του προς την επίτροπο Βεστάγκερ ο κ. Παναγιωτάκης. Η απόφαση για την κατασκευή της λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα 5 ελήφθη το 2010, όταν η τιμή των CO2 ήταν στα 5,9 ευρώ ο τόνος και σήμερα είναι στα 28 ευρώ ο τόνος. Η Ε.Ε. την ίδια χρονιά (6.10.2010) εκδίδει το «Europe 2020 Flagship Initiative Innovation Union», με τις πρώτες αναφορές στην κλιματική αλλαγή και τη σημασία των φιλικών προς το περιβάλλον μεθόδων παραγωγής, και παράλληλα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (10.12.2010) εγκρίνει κρατικές ενισχύσεις για τη διευκόλυνση του κλεισίματος μη ανταγωνιστικών ορυχείων. Τον Μάρτιο του 201,1 η Επιτροπή εκδίδει το «Roadmap for moving to a competitive low carbon economy in 2050» παροτρύνοντας τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης να αναβαθμίσουν τις πολιτικές και οικονομικές ατζέντες τους με βάση τα νέα δεδομένα. Η ΔΕΗ αγνοεί τον προσανατολισμό της Ε.Ε. στις καθαρές μορφές ενέργειας και τον Νοέμβριο του 2011 ανακοινώνει την ανάθεση του διαγωνισμού στην κοινοπραξία ΤΕΡΝΑ – Hitachi, έπειτα από σχετική έγκριση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας. Το 2015 δημοσιεύεται η πρόταση της Επιτροπής για το Energy Union, η οποία περιλαμβάνει σαφείς κατευθύνσεις για την πορεία προς την πλήρη απανθρακοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής.
Η κατεύθυνση είναι πλέον σαφής και αδιαμφισβήτητη: Η Ευρώπη κινείται προς την οριστική απομάκρυνση της ηλεκτροπαραγωγής από τον άνθρακα. Η ΔΕΗ συνεχίζει να κωφεύει και τον Απρίλιο του 2015 δίνονται οι άδειες και ξεκινάει η κατασκευή της Πτολεμαΐδας 5. Το 2016, η νέα διοίκηση του Μανόλη Παναγιωτάκη αντιλαμβάνεται το πρόβλημα βιωσιμότητας της μονάδας και παρά το ότι διαρρέει ότι θα εξετάσει το ενδεχόμενο παγώματος, τελικά εκταμιεύει τα πρώτα ποσά για τη χρηματοδότησή της. Η εμπλοκή της γερμανικής τράπεζας KfW στη χρηματοδότηση της μονάδας είναι ο λόγος που επικαλούνται κύκλοι κοντά στον κ. Παναγιωτάκη για την απόφαση συνέχισης της καταστροφικής για τη ΔΕΗ επένδυσης. Ο ίδιος ο κ. Παναγιωτάκης, στην επιστολή του προς την επίτροπο Βεστάγκερ, επικαλείται τη βιωσιμότητα της Πτολεμαΐδας 5 για την έγκριση εκ μέρους της του μηχανισμού διασφάλισης ισχύος: « (…) Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, και σε συνάρτηση με τις πολιτικές για την κλιματική αλλαγή, συνεπεία των οποίων η τιμή των δικαιωμάτων CO2 έχει εκτιναχθεί στα ύψη, η καθιέρωση μηχανισμού αποζημίωσης ισχύος πριν από την έναρξη του κανονισμού της Ε.Ε. είναι απολύτως αναγκαία για τη βιωσιμότητα της επένδυσης του 1,4 δισ. ευρώ της Πτολεμαΐδας 5. To αντίθετο θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τη ΔΕΗ και συνακόλουθα την ελληνική αγορά ενέργειας, αλλά και την εθνική οικονομία, δεδομένου του ρόλου και του μεγέθους της εταιρείας μας». Ο ίδιος ο κ. Παναγιωτάκης έχει δηλώσει ότι για την ολοκλήρωση της μονάδας απαιτούνται ακόμη 450 εκατ. ευρώ. Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν η ΔΕΗ θα σταματήσει εδώ την οικονομική αιμορραγία από μια μονάδα που κινδυνεύει να μην λειτουργήσει ποτέ λόγω του κόστους των CO2 ή, στην καλύτερη περίπτωση, να καλύπτει μόνο το λειτουργικό κόστος της, χωρίς να αποσβέσει ποτέ το 1,4 δισ. ευρώ κατ’ ελάχιστον που θα δαπανηθεί. Την ίδια πολιτική των εξαιρέσεων έχει ακολουθήσει η ΔΕΗ και στη συνέχιση της λειτουργίας των μονάδων ΑΗΣ Καρδιάς και ΑΗΣ Αμυνταίου, όπως και στις πετρελαϊκές μονάδες της Κρήτης. Η περίοδος, μάλιστα, των εξαιρέσεων πέρασε χωρίς να προχωρήσουν οι αναγκαίες αναβαθμίσεις και διασυνδέσεις, με αποτέλεσμα σήμερα να λειτουργούν με μονομερείς αποφάσεις, κατά παράβαση του ευρωπαϊκού πλαισίου. Τον λογαριασμό αυτών των καταστροφικών εξαιρέσεων πληρώνει σήμερα η ΔΕΗ καταγράφοντας ζημίες και αργά ή γρήγορα θα τον πληρώσουν οι καταναλωτές ως ρήτρα CO2.
Πηγή: kathimerini.gr