Πτολεμαΐδα παιδιά. Πτολεμαΐδα. Που μία χρονιά χιόνισε τόσο που γράφτηκαν αρχές Δεκέμβρη στην πρώτη τάξη του 4ου δημοτικού δύο νέα παιδιά. Ο Έντμοντ και η Λόρις. Δύο ευγενέστατα και πανέξυπνα μαμούθ με γονείς δασκάλους που πήραν απόσπαση. Που κλείναμε για Χριστούγεννα 10 Δεκέμβρη. Δ-Ε-Κ-Α του Δ-Ε-Κ-Ε-Μ-Β-Ρ-Η. Μας γύριζε η μαμά ή η γιαγιά στο σχολείο μετά τα Φώτα και δεν θυμόμασταν ποια είναι η δασκάλα. “Βρε αγόρι μου, η κυρία Φωτεινή, που σας βάζει τις ωραίες σφραγίδες”, να λένε οι γιαγιάδες σαν χορωδία, “μπα, δεν μου θυμίζει τίποτα”, εμείς. “Κοίτα καλύτερα”, να επιμένουν οι γιαγιάδες ρίχνοντας χαρτζιλίκι και καραμέλες στην αριστερή τσέπη, “Πόσο σας ομόρφυνε ο χιονιάς κυρία Φωτεινή”, εμείς. Που κανονίζαμε να πάμε να παίξουμε την επόμενη μέρα, το ανακοινώναμε στους γονείς μας και αυτοί δήθεν κουλ και άνετοι αναφωνούσαν: “Μα φυσικά. Είναι η τέλεια ευκαιρία για παιχνίδι. Αλλά (παύση) πρέπει να ντυθούμε σωστά για να μην κρυώσουμε. Έτσι;”. Και πηγαίναμε να παίξουμε τα καημένα με 3 ζευγάρια κάλτσες, 2,5 παντελόνια (γιατί πάντα υπήρχε κι ένα σορτς), εσώρουχο με επένδυση γούνας προβάτου, φανελάκι φαντάρου που ταξιδεύει για Έβρο, 9 μπλούζες, παιδικό παλτό, ανδρικό πανωφόρι, γυναικείο μπουφάν, γάντια 40χρονου τερματοφύλακα με 12 δάχτυλα και σκουφάκι με ενσωματωμένο αερόθερμο και GPS. Και έτρεχαν τα υπόλοιπα παιδάκια να παίξουν κι εμείς προχωρούσαμε σαν να σέρναμε τις αμαρτίες της γης. Που δεν είχε νόημα να έχεις το δικό σου αυτοκίνητο. Είχαν αποφασίσει οι γονείς μας ότι αντί να ψάχνουν ώρες και ώρες με το φτυάρι για το σωστό αμάξι, φτυάριζαν ένα στην τύχη και έπαιρναν από το κοινό ταμείο τα κλειδιά. “Ροζ Νισάν με καρδούλες και αυτόγραφο του Ρόκκου”, φώναζε ο μπαμπάς μου, του κατέβαζε τα κλειδιά η φοιτήτρια από τον 2ο. Που ένα πρωινό κοιτούσα από το παράθυρο μια φίλη των γονιών μου που είχε μετακομίσει πρόσφατα στην πόλη και πιθανότατα είχε τρομοκρατηθεί υπερβολικά η γλυκούλα με αυτά που έβλεπε. Γιατί είχε σύρει χάραμα άνδρα, πεθερά, 3 παιδιά, 4 (χαμένα) ξαδέρφια, έναν παπαγάλο και 2 πρώην να πάνε σούπερ για τα επόμενα 6 χρόνια. Και περνούσαν μπροστά από το τζάμι όσες σακούλες σούπερ μάρκετ δεν έχουν δει στη ζωή τους ο Σκλαβενίτης, ο Βασιλόπουλος και ο Μαρινόπουλος. Μαζί. Και όταν της χτυπήσαμε για κάλαντα, μερικές ημέρες αργότερα, άνοιξε ένα ματάκι από θησαυροφυλάκιο (που δεν αφήνει ίχνος κρύου να μπει στο εσωτερικό), ζύγισε το ποσό λεπτά – για τον τρόμο της – ήμασταν ντυμένα με την αδερφή μου και μας άφησε με σπασμωδικές κινήσεις στο χαλάκι ένα κουτί με μπισκότα, έναν οδηγό επιβίωσης στο Έβερεστ και μια Καινή Διαθήκη.
ΑΧ, ωραία χρόνια.